30-180 ευρώ τον μήνα για ξένες γλώσσες

Τα έξοδα των γονιών για την εκπαίδευση των παιδιών τους δεν περιορίζονται μόνο στα φροντιστήρια μέσης εκπαίδευσης. Οι ελλείψεις του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος αναγκάζουν τους γονείς να απευθυνθούν σε φροντιστήρια για να μάθουν τα παιδιά τους ξένες γλώσσες και πληροφορική, ακόμη και για να αθληθούν. Μάλιστα, από πέρυσι δημιουργήθηκαν νέες ανάγκες στους γονείς, καθώς θεσμοθετήθηκαν εξετάσεις εισαγωγής στα Πρότυπα-Πειραματικά Γυμνάσια και Λύκεια, όπου το πακέτο 80 ωρών προετοιμασίας κοστίζει 450 ευρώ για κάθε μαθητή.

Ειδικότερα, σύμφωνα με τον γ.γ. της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Ιδιοκτητών Κέντρων Ξένων Γλωσσών PALSO κ. Βασίλη Κροντήρη, οι περισσότεροι μαθητές ξεκινούν την εκμάθηση ξένων γλωσσών στη Γ΄ Δημοτικού, και την ολοκληρώνουν με τη λήξη του Γυμνασίου, καθώς στο Λύκειο ρίχνουν το βάρος στην προετοιμασία για τα ΑΕΙ. Το μηνιαίο κόστος για ξένες γλώσσες κυμαίνεται από 30 έως 170 ευρώ, και εξαρτάται από τον αριθμό ωρών και μαθητών ανά τμήμα και το επίπεδο. Για παράδειγμα, για την απόκτηση του πτυχίου Lower το μηνιαίο κόστος είναι έως 120 ευρώ, και για το Proficiency 180 ευρώ. Συνολικά, με βάση έρευνα του ΚΑΝΕΠ της ΓΣΕΕ, για την εκμάθηση ξένων γλωσσών σε φροντιστήρια ή ιδιαίτερα μαθήματα οι γονείς δίνουν περί 859,29 εκατ. ευρώ ετησίως.


Προσφορές χωρίς… αποδείξεις

«Ξέρετε, οι αποδείξεις δεν με… ενδιαφέρουν. Θα προτιμούσα να μου κάνετε καλύτερη τιμή». Είναι πλέον κανόνας όταν φθάνει η ώρα της συζήτησης για τα μηνιαία δίδακτρα, οι γονείς να ζητούν την… έκπτωση που συνεπάγεται η κοπή απόδειξης μόνο για το 25%- 50% των διδάκτρων ή και χωρίς απόδειξη. Αλλωστε, και οι ίδιοι οι φροντιστές έχουν διαμορφώσει την πρακτική της παράνομης αυτής συναλλαγής, «λανσάροντάς» την για να προσελκύσουν μαθητές. Η φροντιστηριακή παιδεία αποτελεί ένα πεδίο ιδιαίτερα επιρρεπές στην παραοικονομία, και οι διαστάσεις του προβλήματος διευρύνονται εάν στα νόμιμα φροντιστήρια προστεθεί και η εκπαιδευτική παραοικονομία των ιδιαιτέρων μαθημάτων.

Ειδικότερα, σύμφωνα με τα στοιχεία του Εθνικού Οργανισμού Πιστοποίησης Προσόντων και Επαγγελματικού Προσανατολισμού (ΕΟΠΠΕΠ), στη χώρα λειτουργούν 2.589 φροντιστήρια μέσης εκπαίδευσης, στα οποία φοιτούν περίπου 150.000 μαθητές και διδάσκουν περίπου 20.000 εκπαιδευτικοί. Επίσης, υπάρχουν 5.960 φροντιστήρια ξένων γλωσσών, στα οποία φοιτούν 510.000 μαθητές και διδάσκουν 21.000 καθηγητές.

«Η μαύρη αγορά των εκπαιδευτικών μας υπηρεσιών κυριολεκτικά οργιάζει» αναφέρει, μιλώντας για το θέμα στην «Κ», ο κ. Γεώργιος Χατζητέγας, ο οποίος έχει φροντιστήριο μέσης εκπαίδευσης στην Αθήνα και έχει εγγράψει μακρά συνδικαλιστική δράση στον κλάδο του.

Σύμφωνα με τον κ. Χατζητέγα η παραοικονομία στη φροντιστηριακή αγορά έχει δύο πτυχές: η πρώτη αφορά την έκδοση αποδείξεων στους γονείς και η δεύτερη την εισφοροδιαφυγή μέσω της υπασφάλισης των καθηγητών που διδάσκουν στα φροντιστήρια. Συγκεκριμένα:

• Οι περισσότεροι ιδιοκτήτες φροντιστηρίων κόβουν αποδείξεις μόνο για το μισό των διδάκτρων που πραγματικά καταβάλλονται. Μάλιστα, πληροφορίες της «Κ» αναφέρουν ότι φροντιστήρια επιχειρούν, και τηλεφωνικώς, να δελεάσουν τους γονείς προτείνοντάς τους την πληρωμή μειωμένων διδάκτρων χωρίς απόδειξη.

• Οι καθηγητές που εργάζονται στα φροντιστήρια κάθε τύπου (μέσης εκπαίδευσης ή ξένων γλωσσών) ασφαλίζονται για το μισό των διδακτικών τους ωρών ή για το μισό του ποσού του οποίου έχουν συμφωνήσει ως ωριαία αντιμισθία ή σε πολλές περιπτώσεις και για τα δύο ταυτόχρονα. Oσο για τη χορήγηση στους εκπαιδευτικούς των δώρων και των επιδομάτων που δικαιούνται, στα περισσότερα φροντιστήρια θεωρούνται… περασμένα μεγαλεία.

«Σε πολλές περιπτώσεις μάλιστα οι γονείς δεν επιλέγουν την εγγραφή των παιδιών στα νόμιμα φροντιστήρια, που ανοιχτά δηλώνουν ότι εκδίδουν στο ακέραιο τις αποδείξεις και αναγράφουν το πραγματικό ετήσιο ποσό των διδάκτρων μαζί με τον Αριθμό Φορολογικού Μητρώου του κηδεμόνα στο αρχείο που αποστέλλουν στο υπουργείο Οικονομικών. Η κοινωνική, δηλαδή, υποχρέωση για την έκδοση των αποδείξεων καθίσταται αντικίνητρο επιλογής των νομίμων φροντιστηρίων από τους γονείς καθώς τα δίδακτρα αποτελούν τεκμήριο διαβίωσης» παρατηρεί ο κ. Χατζητέγας. Από την άλλη, είναι σαφές ότι όταν ένας ιδιοκτήτης φροντιστηρίου συμφωνήσει με τους γονείς για απόδειξη μικρότερη των πραγματικών διδάκτρων δημιουργείται το πλαίσιο οι γονείς να μην είναι συνεπείς στην καταβολή των διδάκτρων και να προκύπτουν «φέσια».


Μάλιστα, ο ίδιος τονίζει ότι «το γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια έχουν μειωθεί οι συστηματικοί έλεγχοι, δημιουργεί ασφυκτικές συνθήκες για τις νόμιμες φροντιστηριακές δομές. Επίσης, η πρόσφατη κατάργηση της υποχρέωσης της τήρησης του Μητρώου Μαθητών αφαιρεί από τις ελεγκτικές αρχές την πιο σπουδαία βάση του ελέγχου, στέλνοντας, επί της ουσίας, μήνυμα υπέρ της φοροδιαφυγής». Υστερα από την κατάργηση της υποχρέωσης της τήρησης Μητρώου Μαθητών, δεν υπάρχει βάση ελέγχου των μαθητών και του τζίρου των φροντιστηρίων. Βέβαια, από τη Γενική Γραμματεία Εσόδων έχει δηλωθεί η πρόθεση να ασκηθούν έλεγχοι στους ιδιοκτήτες φροντιστηρίων μέσω των τραπεζικών τους λογαριασμών, κάτι που κρίνεται αποτελεσματικότερο μέσο ελέγχου του «μαύρου» χρήματος.

ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ