΄΄Το υπουργείο Παιδείας αποφασίζει την «επιταγή», όμως, την πληρώνουν οι γονείς’’
Σκάνδαλο, διαχρονικό μάλιστα, είναι τα βιβλία της ξένης γλώσσας που διανέμονται στους μαθητές των δημοτικών σχολείων, των Γυμνασίων και των Λυκείων (ΓΕΛ & ΕΠΑΛ). Παρότι το Σύνταγμα της χώρας και οι εκτελεστικοί του νόμοι ορίζουν ότι η παιδεία στη χώρα μας παρέχεται δωρεάν το υπουργείο Παιδείας δεν διανέμει βιβλία για τη διδασκαλία των ξένων γλωσσών τα τελευταία 15 περίπου χρόνια. Αντίθετα, έχοντας αποκτήσει τεχνογνωσία από άλλες καταστάσεις, έχει πατεντάρει την εξής «μηχανή». Αυτό επιλέγει τα βιβλία, καθορίζει τις τιμές και υποχρεώνει τους μαθητές να τα αγοράζουν. Για να μην κατηγορηθεί μάλιστα ότι επιβάλει στους μαθητές την αγορά ενός συγκεκριμένου βιβλίου, στέλνει στα σχολεία εγκεκριμένο κατάλογο 24 βιβλίων οκτώ (οκτώ) εκδοτών για το Γενικό Λύκειο και αντίστοιχο για τους άλλους τύπους σχολείων. Στον κατάλογο αυτό εκτός από την λίστα βιβλίων αναφέρεται και η τιμή του κάθε ενός, τιμή στην οποία καλούνται οι μαθητές να τα αγοράσουν. Το ποιο βιβλίο, από τον κατάλογο, θα αγορασθεί κατά πάγια πρακτική το αποφασίζει ο εκπαιδευτικός που κάνει το μάθημα. Η πρακτική αυτή δεν διαφέρει σε τίποτα από τον τρόπο αγοράς των φαρμάκων από τους ασφαλισμένους. Κι εκεί την τιμή την καθορίζει το αρμόδιο υπουργείο , την συνταγή την γράφει ο ιατρό (κατ’ αναλογία είναι η πρόταση του εκπαιδευτικού) και θέλοντας και μη ο ασφαλισμένος τα αγοράζει. Μόνο που η αγορά των φαρμάκων καλύπτεται σε μεγάλο ποσοστό από τα ασφαλιστικά ταμεία.
Ιστορία
Έως το 1983 ο ΟΕΔΒ είχε δικής του έκδοσης βιβλίο ξένης γλώσσας (αγγλικής και γαλλικής γλώσσας) που διένεμε στους μαθητές της Β/θμιας εκπαίδευσης (δεν υπήρχε μάθημα ξένης γλώσσας στο δημοτικό σχολείο). Το έτος αυτό στα πλαίσια της αναδόμησης και «αναβάθμισης» της ποιότητας της εκπαίδευσης καταργήθηκαν τα βιβλία ξένης γλώσσας έκδοσης του ΟΕΔΒ και για ένα μικρό διάστημα η διδασκαλία των αντίστοιχων μαθημάτων, μετά από εντολή του υπουργείου Παιδείας γίνονταν με σημειώσεις που μοίραζαν οι εκπαιδευτικοί στους μαθητές. Αυτό επιβλήθηκε από την τότε ηγεσία του υπουργείου εν’ όψη της συγγραφής νέων σύγχρονων βιβλίων.
Το 1986 παρουσιάστηκαν από τον ΟΕΔΒ τα νέα βιβλία ξένων γλωσσών που είχαν συγγραφεί από ομάδα εκπαιδευτικών και διανεμήθηκαν στους μαθητές. Αμέσως μετά άρχισε η αμφισβήτηση της ποιότητας και παιδαγωγικής τους επάρκειας από τους εν’ ενεργεία εκπαιδευτικούς. Την ίδια εποχή άρχισε η έντονη ανάπτυξη των φροντιστηρίων ξένων γλωσσών ταυτόχρονα με την ίδρυση εκδοτικών οίκων ξενόγλωσσων βιβλίων ελλήνων όμως συγγραφέων. Σταδιακά η βιομηχανία ξένων γλωσσών (φροντιστήρια και βιβλία) έφθασε σε ιλιγγιώδεις τζίρους που κάποια στιγμή ξεπέρασε τα 150 δις δραχμές. Τα επίσημα βιβλία του ΟΕΔΒ ουσιαστικά παραμερίστηκαν και το μάθημα στα σχολεία γίνονταν με βοηθήματα του εμπορίου που οι μαθητές «εμμέσως ή αμέσως» υποχρεώνονταν να αγοράσουν.
Το 1992 η τότε ηγεσία του υπουργείου Παιδείας επανέφερε, ως επίσημα διδακτικά βιβλία ξένων γλωσσών, τα βιβλία που διανέμονταν έως το 1983 κυρίως, όμως, στα σχολεία της επαγγελματικής εκπαίδευσης για τα οποία δεν υπήρχε εξειδικευμένο βιβλίο.
Το 1998 στα πλαίσια της μεταρρύθμισης Αρσένη και της συγγραφής νέων βιβλίων της επαγγελματικής εκπαίδευσης, ομάδα του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου συνέγραψε βιβλία ξένης γλώσσας για την Β/θμια εκπαίδευση. Αποσύρθηκαν όμως λόγο ακαταλληλότητας μετά από τις επισημάνσεις εκπαιδευτικών απ’ όλη τη χώρα για σωρεία γλωσσικών λαθών και κακή παιδαγωγική διάρθρωση του περιεχομένου τους.
Το 2000 υφυπουργός Παιδείας ανέλαβε γνωστός μεγαλοϊδιοκτήτης φροντιστηρίων ξένης γλώσσας στη Θεσσαλονίκη. Επί θητείας ξεκίνησε νέα προσπάθεια συγγραφής βιβλίων ξένης γλώσσας. Τα βιβλία όμως που παρουσιάσθηκαν απορρίφθηκαν κι αυτά ως ακατάλληλα και ουδέποτε εκδόθηκαν από τον ΟΕΔΒ. Λύση στο πρόβλημα έδωσε η επινόηση της εξής μεθόδου: «Επιτροπή στο υπουργείο Παιδείας θα αξιολογούσε τα καλύτερα βιβλία της αγοράς και θα τα περιλάμβανε σε κατάλογο. Από αυτόν το κάθε σχολείο θα επέλεγε αυτό που του «ταίριαζε» στην ψυχοσύνθεση των μαθητών του και στο επίπεδο των γνώσεων τους». Η αγορά τους δεν θα γίνονταν από το υπουργείο επίσημα, αλλά από τις σχολική επιτροπή κάθε σχολείου, απευθείας από τον εκδότη ή τα τοπικά βιβλιοπωλεία. Με την διαδικασία αυτή επήλθε πλέον ηρεμία στους εκπαιδευτικούς ξένων γλωσσών αφού ο καθένας πρότεινε το βιβλίο της «αρεσκείας» του ή αυτό που «εν τη σοφία του» έκρινε ως το πλέον κατάλληλο για τους μαθητές του. Βέβαια πρέπει να αναφερθεί ότι ουδέποτε έγινε προσπάθεια, από το υπουργείο, για τον καθορισμό ειδικής τιμής προμήθειας για τα σχολεία. Η μόνη υποχρέωση που είχαν και έχουν είναι να ορίζουν και δηλώνουν εγγράφως στο υπουργείο Παιδείας τη λιανική τιμή πώλησης των βιβλίων τους.
Το αποτέλεσμα αυτής της πρακτικής (που μάλιστα είναι νομοθετημένη) είναι οι μαθητές ή οι σχολικές επιτροπές να αγοράζουν τα βιβλία σε πολύ υψηλές τιμές, αφού κανένας «σώφρων» έμπορος δεν θα πωλούσε ποτέ σε χαμηλότερες τιμές από αυτές που δέχονταν το υπουργείο.
Η επιλογή των Βιβλίων από το Υπουργείο Παιδείας
Η επιλογή των βιβλίων ξένης γλώσσας γίνεται από επιτροπή που συγκροτείται με απόφαση του Υπουργού Παιδείας. Σ’ αυτή συνήθως ορίζονται σχολικοί σύμβουλοι ξένης γλώσσας και ενίοτε μάχιμοι εκπαιδευτικοί. Στο σκεπτικό επιλογής του κάθε βιβλίου δεν αναφέρονται τα κριτήρια επιλογής του αλλά απλώς «ότι το βιβλίο είναι κατάλληλο για την διδασκαλία της γλώσσας σύμφωνα με το αναλυτικό πρόγραμμα». Όσο για την τιμή διάθεσης του φαίνεται από τις αποφάσεις τη επιτροπής αλλά και από τις υπουργικές αποφάσεις που τις επικυρώνουν ότι δεν απασχολεί κανέναν. Έτσι εγκρίνονται βιβλία που η τιμή του κυμαίνεται από 20 έως 35 ευρώ το ένα. Εάν μάλιστα συμπεριλάβει κάποιος στο διδακτικό βιβλίο ένα βοήθημα και μία γραμματική η επιβάρυνσή του κάθε μαθητή μπορεί να φθάσει τα 100 ευρώ.
Η επιλογή των Βιβλίων από τα σχολεία
Η επιλογή των βιβλίων, δηλαδή ποιο βιβλίο θα αγόραζαν οι μαθητές ή οι σχολικές επιτροπές για το μάθημα ξένης γλώσσας σε κάθε σχολείο ήταν και είναι αποκλειστικό προνόμιο του διδάσκοντα εκπαιδευτικού σε κάθε τάξη. Αυτός το επιλέγει κατά την κρίση του από τον κατάλογο και το προτείνει στο Διευθυντή της σχολικής μονάδας για τα «υπόλοιπα». Στην περίπτωση που στο σχολείο είναι περισσότεροι από ένας εκπαιδευτικοί ξένης γλώσσας, είτε υποβάλλουν κοινή πρόταση για όλες τις τάξεις, είτε ο καθένας προτείνει διαφορετικό βιβλίο για τις τάξεις που διδάσκει. Εάν μάλιστα είναι και «παθιασμένος» με το διδακτικό έργο του προτείνει και πρόσθετα βιβλία από τον κατάλογο βοηθημάτων που έχει εγκρίνει το υπουργείο Παιδείας. Βέβαια πολλές φορές ρόλο και μάλιστα σημαντικό στην επιλογή των βιβλίων από τον εκπαιδευτικό και το σχολείο «παίζει» και το βιβλιοπωλείο με το οποίο συνεργάζεται η σχολική μονάδα. Αυτό έχει σχέση με ποιο εκδότη, από αυτούς που έχουν βιβλία στον επίσημο κατάλογο εγκεκριμένων βιβλίων, συνεργάζεται ο βιβλιοπώλης που εξυπηρετεί το σχολείο παρέχοντας πίστωση μέχρι την εξόφληση του σχετικού τιμολογίου που μπορεί ορισμένες φορές να ξεπεράσει τις 90 ημέρες.
Η αγορά των βιβλίων από τα σχολεία ή τους μαθητές
Μέχρι το σχολικό έτος 2010-2011 η αγορά των βιβλίων ξένης γλώσσας, με ελάχιστες εξαιρέσεις, γίνονταν από τις σχολικές επιτροπές με εκταμίευση χρημάτων από την επιχορήγηση του Υπουργείου Εσωτερικών για τις λειτουργικές ανάγκες των σχολικών μονάδων. Το περασμένο σχολικό έτος (2010-11) η επιχορήγηση αυτή μειώθηκε και διακόπηκε η αγορά τους μέσω σχολικών επιτροπών, εκτός από ελάχιστες περιπτώσεις που τα σχολεία πήραν έκτακτες επιχορηγήσεις από τις ΔΕΠ των δήμων για τον σκοπό αυτό (Κοζάνη, Φθιώτιδα, Χανιά, Ρέθυμνο, Ιωάννινα, κλπ.). Σε πολλά σχολεία που οι μαθητές αδυνατούσαν να τα αγοράσουν επιλέχθηκε η λύση της «φωτοαναπαραγωγής αντιγράφων» των βιβλίων και της διανομής τους στους μαθητές. Για το τρέχον σχολικό έτος υπάρχουν αντιδράσεις από τους γονείς και μαθητές, στις προτάσεις αγοράς βιβλίων, αφού λόγο της οικονομικής κατάστασης «δεν υπάρχουν» χρήματα.
Το κόστος των βιβλίων και ο τρόπος μείωσης του
Η επίσημη τιμή διάθεσης των εγκεκριμένων βιβλίων ξένης γλώσσας σύμφωνα με το 102710/Γ2/7-9-2012 έγγραφο του υπουργείου Παιδείας κυμαίνεται από 15,55 έως 34.49 ευρώ. Εάν κάποιος υπολογίσει με βάση την μέση τιμή διάθεσης τους και τον αριθμό των μαθητών το συνολικό ποσό της προμήθειας τους, είτε αυτό διατεθεί από το Υπουργείο Παιδείας, είτε από τους γονείς των μαθητών θα διαπιστώσει ενδιαφέροντα «πράγματα». Δηλαδή:
α. Μέσος όρος τιμής διάθεσης βιβλίου 20 ευρώ, β. Σύνολο μαθητών π.χ. Λυκείου 300.000 περίπου, γ. Συνολικό κόστος προμήθειας 300.000 χ20=6.000.000 ευρώ.
Το ποσό δεν καθόλου ευκαταφρόνητο και διατίθεται μάλιστα για βιβλία εισαγωγής που δεν εκτυπώνονται καν στην Ελλάδα (εάν κάνουμε λάθος και κάποιο από αυτά παράγεται στη χώρα μας εδώ είμαστε να το αναφέρουμε σαν διάψευση).
Πόσο όμως θα ήταν το κόστος προμήθειας τους εάν το Υπουργείο Παιδείας τα παρήγαγε και τα διένεμε στους μαθητές όπως και τα άλλα σχολικά βιβλία;
Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία το κόστος των σχολικών βιβλίων που διανέμονται από τον ΟΕΔΒ (Σήμερα από το Ινστιτούτο Διόφαντος) είναι 0.45 έως 1 ευρώ περίπου. Εάν υπολογίσουμε το συνολικό κόστος των βιβλίων ξένων γλωσσών με βάση τα προηγούμενα στοιχεία για το Λύκειο αυτό θα φθάσει σε 300.000 ευρώ κατ’ ανώτατο όριο. Οι συγκρίσεις είναι καταλυτικές.
Για το θέμα αυτό, επί υπουργίας Ευριπίδη Στυλιανίδη υπήρξε εισήγηση για την αλλαγή του καθεστώτος επιλογής και προμήθειας των διδακτικών βιβλίων ξένης γλώσσας. Σύμφωνα με αυτή του Υπουργείο θα αγόραζε τα δικαιώματα έκδοσης ενός από τα βιβλία του εμπορίου για διάστημα 5 ετών και θα τα αναπαρήγαγε μέσω του ΟΕΔΒ. Μετά την παρέλευση της πενταετίας η διαδικασία θα επαναλαμβάνονταν προκειμένου τα βιβλία να είναι διαρκώς σύγχρονα και προσαρμοσμένα στις εξελίξεις της παιδαγωγικής διδακτικής της γλώσσας. Είχε μάλιστα υπολογισθεί ότι το κόστος αγοράς των δικαιωμάτων έκδοσης των βιβλίων δεν θα ξεπερνούσε τα 100.000 ευρώ. Το κέρδος προφανές για το ελληνικό δημόσιο αφού με απλούς υπολογισμούς το κόστος για το Λύκειο μόνο θα περιορίζονταν στις 400.000 κατά μέγιστο. Η πρόταση αυτή ατόνησε και ουδέποτε εξετάστηκε μετά την αποχώρηση από το υπουργείο Παιδείας του κ. Στυλιανίδη.
Τώρα γιατί το Υπουργείο Παιδείας δεν ασχολείται με αυτό το καυτό θέμα είναι άγνωστο για εμάς που είμαστε «εκτός της περίφραξης». Ίσως οι βουλές των παραγόντων του υπουργείου Παιδείας να είναι άλλες. Για το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής (ΙΕΠ) δεν έχουμε να αναφέρουμε τίποτα. Ασχολείται με πολύ σοβαρές «μελέτες» για να ενδιαφερθεί για κάτι «τόσο ασήμαντο». Σε κάθε περίπτωση τα συμπεράσματα δικά σας.
http://2020epmellon.wordpress.com