Της ΣΟΦΙΑΣ ΦΙΛΙΠΠΙΔΟΥ

enet gr

Ημουν κι εγώ καθηγήτρια κάποτε Οχι τίποτε σπουδαίο... λίγες ώρες και ωρομίσθια Για οχτώ χρόνια, στο τμήμα Τουριστικών Επαγγελμάτων στα ΚΑΤΕΕ Σίνδου Θεσσαλονίκης. Επεφτε κάπως μακριά... κολλούσε και το αμάξι μου στις λάσπες, αλλά απ' το να γράφω τιμολόγια στο πατάρι εκτελωνιστικού γραφείου για ντομάτες..

Η δουλειά μου ήταν να μαζεύω σπουδαστές να τους μάθω γερμανικά. Πήγα μια-δυο φορές στο γραφείο των μόνιμων καθηγητών για καφέ, να περάσει η ώρα. Ντράπηκα... Ετσι βγήκα στη γύρα: στα κυλικεία, στο εστιατόριο, στις γενικές συνελεύσεις (εκεί, μανούλα μου, έπεφτε χοντρό ξύλο). Ωραία χρόνια, ανέμελα. Χαβαλές, φραπές και αμφισβήτηση.

Μέσα σε πυκνούς καπνούς τσιγάρων και σε μυρωδιές από πατάτα γιαχνί, του μαγειρείου της σχολής, οι φοιτητές σκότωναν τον καιρό και τις ώρες. Επιανα τους «δικούς μου» με το καλό και τους «έσπρωχνα» στην αίθουσα διδασκαλίας. Πιο πολύ θέλανε επικοινωνία: αλλιώς την είχαν ονειρευτεί τη φοιτητική ζωή, την ελευθερία, τον έρωτα. Δεν ήταν και τόσο ρομαντικό να τρέχουν τα νερά απ' τους τοίχους με τη βροχή ούτε να πέφτουν τα σκουλήκια απ' τα ταβάνια. Να 'ταν τουλάχιστον Πανεπιστήμιο! Και τα γερμανικά; Μα είναι γλώσσα αυτή να την ευχαριστηθείς, να τη μιλήσεις, να πεις ένα τραγούδι στη Γιουροβίζιον;

Για την αμοιβή μου δεν το συζητώ, ίσα για τη βενζίνη, αλλά ήμουν εκπαιδευμένη! Και στη θεατρική ομάδα δουλεύαμε για την ψυχή μας (πώς αλλιώς θα αλλάζαμε και τον κόσμο, άλλωστε).Τα προς το ζην τα έβγαζα στη δουλειά του μπαμπά μου, βοηθώντας κατά το έθιμον και την οικογενειακή επιχείρηση.

Ετσι ήταν τα πράγματα, όταν το 1985 προκηρύχθηκε μία θέση μονιμότητας καθηγήτριας Γερμανικών και ήρθαν οι «εμμέσως» ενδιαφερόμενοι! Ο σύλλογος καθηγητών «συμφώνησε» πως επειδή ανακατευόμουν με θεατρικές ομάδες δεν θα μπορούσα να ανταποκριθώ στα καθήκοντά μου! «Πώς θα ξυπνάει το πρωί;» π.χ.

Εξαγριώθηκα... θύμωσα... φώναξα και πήρα τη θέση (που ήταν και δικιά μου, λόγω προϋπηρεσίας) και μετά την παρωδία της ορκωμοσίας μου εξαφανίστηκα! Παράλογο; Ας είναι!

Αλλά επειδή βαριά μού έπεσε η ανάμνηση, ας φτιάξουμε χάριν της σάτιρας και του ποιητικού λόγου μια ωραία ατμόσφαιρα... μια ουτοπία!

Στην Ελλάδα της κρίσης οι καθηγητές κηρύσσουν απεργία για τα δίκαια αιτήματά τους. Οι γονείς, τα παιδιά και μια κοινωνία ολόκληρη είναι σε αδιέξοδο εν όψει των πανελλαδικών εξετάσεων.Το κλίμα είναι δραματικό. Η τριαρχία της κυβέρνησης αποφασίζει επιστράτευση. Μια μητέρα, που έχει ταυτιστεί με την κόρη της και ξέρει όλη την εξεταστέα ύλη παπαγαλία, αποφασίζει να πάρει τα πράγματα στα χέρια της. Ντυμένη στο χακί, διεισδύει πραξικοπηματικά σε πάνελ κρατικού καναλιού και καλεί το λαό σε ανατροπή του παπαγαλικού συστήματος. Το ραντεβού δίδεται στη στενή ρούγα της Κυδαθηναίων. Εκεί θα γίνει η «Κυδιάνειρα μάζωξη».

Πρώτες φτάνουν οι μητέρες και ενώνονται με τους καθηγητές. Οι διανοούμενοι οργανώνουν λογοτεχνικές βραδιές κάτω απ' το σπίτι του Σεφέρη, όπου τα παιδιά απαγγέλλουν ποίηση και ερωτεύονται. Οι καθηγητές των κατ' οίκον ιδιαίτερων μαθημάτων και των φροντιστηρίων και όλα τα συνδικαλιστικά όργανα φέρνουν κρασί σε νταμιτζάνες και μπαίνουν στο ξεφάντωμα. Ελληνες και μετανάστες παρασύρονται στον εκστατικό χορό και φτάνουν σε ένθεη κατάσταση. Τα πόδια χορεύουν μόνα τους τρεις μέρες και τρεις νύχτες στα στενά της Πλάκας και μετά όλα σωπαίνουν. Η μητέρα αρχηγός κατεβάζει το μεγάλο διακόπτη! Σβήνουν τα φώτα και η τηλεόραση, τα τύμπανα σιγούν κι ανάβουν τα καντήλια! ΗΣΥΧΙΑ. Κάθονται όλοι κάτω και αρχίζει η εξομολόγηση: τι μας συγκινεί και τι μας ενώνει. Ο μαγικός διάλογος περνάει από στόμα σε στόμα σαν μπουκιά ψωμί βουτηγμένη στο λάδι: θα εφαρμόσουμε μια επαναστατική ιδέα που θα μας βγάλει από τη δύσκολη θέση.

«Γιατί να πάμε, λέει (μεθυσμένη απ' το κρασί και τον χορό) η μάνα αρχηγός, στις Πανελλαδικές; Μη και δεν γίνουμε άνθρωποι του αόρατου μέλλοντος; Καλύτερα πεινασμένοι στις ταράτσες ν' αποστηθίζουμε τ' αστέρια, παρά να ταΐζουμε με τις σάρκες μας αυτό το χαλασμένο πράγμα που λέγεται παιδεία.

Ενα σμήνος παπαγάλων πετάγεται από τα κυπαρίσσια της ιστορικής Αγίας Σωτήρας και απαγγέλλει Αριστοφάνη! Η επανάσταση γίνεται πολύχρωμη:

Ολοι εδώ με προθυμία! Μπρος να δούμε λυτρωμό!

Ολοι οι Ελληνες αντάμα δώστε χέρι, όσο ποτέ·

όχι πια θητείες και λόχοι και στολές στρατιωτικές!».

Αριστοφάνη, «Ειρήνη», Ο κορυφαίος του χορού (301-303).

Πάνω απ' την Ακρόπολη εμφανίζεται ο από μηχανής Σείριος και οι Πλειάδες σχίζουν φωτοτυπίες!