Η επιστημονική κοινότητα ανησυχεί για το κατά πόσο το Διαδίκτυο απειλείται με απόλυτη λογοκρισία, ακόμη και με «λουκέτο», τουλάχιστον στη μορφή που το γνωρίζουμε σήμερα. Κάποιοι αναρωτιούνται αν αυτό θα ελέγχεται μελλοντικά από εταιρίες όπως η Apple, το Facebook και η Google, σε ένα καθεστώς ολιγοπωλίου, ή θα παραμείνει προσβάσιμο για όλους. Θα μπορεί ο καθένας μας να βρει ό,τι θέλει ή θα υπάρξουν αυστηροί περιορισμοί στη χρήση του;
Τα ερωτήματα αυτά δεν είναι καινούργια. Πριν από 15 χρόνια η εταιρεία ΑΟL (America On Line) ήταν αυτή που έλυνε και έδενε στο ίντερνετ. Εκατομμύρια άνθρωποι στηρίζονταν σε αυτή για να τους δίνει πληροφορίες. Σήμερα, ο φημολογούμενος «έλεγχος του διαδικτύου» από την ΑΟL μοιάζει αστείος, αλλά τότε όντως θεωρούταν απειλή.
Αντίθετα, οι σημερινές απειλές προέρχονται από νέες εταιρείες και νέα μοντέλα: το Facebook είναι πανταχού παρόν, με πολλούς χρήστες του να μπαίνουν σε αυτό για να παίξουν παιχνίδια online, να αγοράσουν διαμέσου της ιστοσελίδας κτλ. Οπότε το ερώτημα που γεννιέται είναι «μπορεί το Facebook να ελέγχει ποιος θα μας μιλάει και ποιος όχι;»
Ομοίως, η Apple δεν πουλάει μόνο συσκευές, αλλά ελέγχει, διαμέσου του AppStore, τi είδους εφαρμογές μπορούμε να χρησιμοποιούμε στα iPad και τα iPhone μας. Το Αmazon αποφασίζει ποια βιβλία θα διαβάσουμε, ενώ το Google φιλτράρει τις αναζητήσεις μας, με το να αποκλείει το Facebook και το Twitter από τα αποτελέσματα των αναζητήσεων μας. Αυτό συμβαίνει επειδή δεν μπορούν να συμφωνήσουν στο αν θα πληρώνει το Google το Facebook και το Twitter ή αντίστροφα.
Εκτός από αυτους τους «μεγάλους» παίκτες, μικρότερες εταιρείες έχουν αρχίσει να προσφέρουν τις δικές τους εφαρμογές (applications) με σκοπό να κρατήσουν τον χρήστη τους μακριά από την ανασφάλεια του Διαδικτύου. Έτσι, από τη μια πλευρά, έχεις τις μεγάλες εταιρίες που προσφέρουν ποιότητα στις εφαρμογές, αλλά όχι την απαιτούμενη ασφάλεια, ενώ από την άλλη, μικρότερες εταιρίες που προσανατολίζονται σε εφαρμογές με χαμηλότερη ποιότητα, αλλά μεγαλύτερη ασφάλεια.
Πάρτε για παράδειγμα το Pinterest που ξεκίνησε από μια μικρή εφαρμογή και κατέληξε να έχει 11 εκατομμύρια επισκέψεις εβδομαδιαίως. Πρόσφατα αποκαλύφθηκε πως επωφελούταν οικονομικά μοιράζοντας στοιχεία των χρηστών της σε τρίτους. Τι μπορούμε να κάνουμε στην περίπτωση αυτή; Να πείσουμε τις κυβερνήσεις να επέμβουν ή να αφήσουμε τους χρήστες στην ησυχία τους να μπαίνουν σε ιστοσελίδες με αμφίσημες δικλείδες ασφαλείας; Πού σταματάει η προστασία και πού ξεκινάει η υπερπροστασία;
Θεωρώ πως μια συλλογική δράση με τη μορφή κυβερνητικής παρέμβασης κάποια στιγμή θα είναι απαραίτητη. Ειδικά αυτή τη περίοδο που κινούμαστε ολοένα και πιο γρήγορα προς έναν πιο κλειστό διαδικτυακό κόσμο, γεμάτο εφαρμογές και ιστοσελίδες τύπου Facebook. To Facebook, με τη σειρά του, απαντάει στις νέες προκλήσεις των χρηστών και των διαφημιστών: όπως λεει ο μπλόγκερ Ρόμπερτ Σκομπλ, το Facebook του αρέσει επειδή τον αφήνει να καθορίσει ο ίδιος τους φίλους και την ιντερνετική του δημοτικότητα. Προσωπικά μου αρέσει επειδή έχω τη δυνατότητα να περιορίζω τα σχόλια όσων ανθρώπων θεωρώ τρελούς ή δεν συμπαθώ.
Πιστεύω πως ζούμε σε ένα ιντερνετικό κόσμο που μας δίνει πολλές επιλογές, απλώς είναι στη δική μας ευχέρεια να επιλέξουμε ποιες από αυτές θα χρησιμοποιήσουμε. Αντιπαθώ πολλές από τις επιλογές των γύρω μου, αλλά από την άλλη προτιμώ έναν κόσμο γεμάτο από πολλές μικρές εταιρείες που δραστηριοποιούνται στο διαδίκτυο, σε σχέση με τους μεγάλους κολοσσούς του ιντερνετ που είναι απείρως πιο δημοφιλείς και βρίσκονται διαρκώς στο προσκήνιο.
Εστερ Ντάισον
tovima