Tου Ηλια Μαγκλινη
Είναι βέβαιο ότι, δυστυχώς, ζούμε ιστορικές στιγμές. Δυστυχώς, διότι την Ιστορία είναι πιο ευχάριστο να τη μελετάς παρά να τη ζεις. Και ειδικά σήμερα, είναι όλα τόσο ρευστά που ο καθένας μας αισθάνεται ότι προσπαθεί να διασχίσει μια απέραντη κινούμενη άμμο. Σε κάθε αποφασιστικό βήμα, νιώθουμε ότι βουλιάζουμε ακόμα πιο βαθιά. Αναπόφευκτα, αναζητούμε καταφύγιο στα περασμένα, αναζητούμε την ασφάλεια στην Ιστορία, εκλαμβάνοντάς την ως κάτι κυκλικό, που επαναλαμβάνεται αενάως. Π.χ., «σήμερα ζούμε μια Βαϊμάρη» ή «ζούμε ξανά έναν Μεσοπόλεμο», προβλέποντας μάλιστα καταστροφές και πολέμους. Είναι όμως έτσι;
Οι επιρρεπείς στη συνωμοσιολογία έχουν έτοιμες τις δικές τους απαντήσεις. Θεωρούν ότι όλα είναι προσχεδιασμένα. Δεν ξέρω αν έχουν δίκιο, αλλά αναρωτιέμαι με τι κουράγιο σηκώνονται κάθε πρωί απ’ τα κρεβάτια τους - από τη στιγμή που κινούνται με μια βεβαιότητα ότι κάποια αόρατη, ομιχλώδης «επιτροπή» αφανών εξουσιαστών έχει προσχεδιάσει το μέλλον όλων μας.
Στην πραγματικότητα, πέρα από την άγνοια των δημοσιογράφων για τα μελλούμενα (συχνά και για τα τωρινά...), ούτε καν οι ηγέτες των μεγάλων ευρωπαϊκών χωρών δεν γνωρίζουν «τι θα γίνει». Προσπαθούν να κατευθύνουν τα πράγματα προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση αλλά, έως τώρα, στο πλαίσιο της διεθνούς κρίσης, είτε έχουν φανεί άτολμοι είτε έχουν κάνει λάθος εκτίμηση. Τα πράγματα έχουν μια τέτοια δυναμική και αυτοτέλεια που τους ξεπερνάνε και αυτό φαίνεται σε κάθε πολιτική κίνηση.
Στο τελευταίο του βιβλίο «Αποκάλυψη, Ουτοπία και Ιστορία. Οι μεταμορφώσεις της ιστορικής συνείδησης» (εκδ. Πόλις), ο Αντώνης Λιάκος, καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, ξεκινάει με την εξής διαπίστωση: «Αν το καλοσκεφτούμε, ζούμε σε μια εποχή που κατέρρευσαν τρεις ουτοπίες». Η ουτοπία της φυλετικής καθαρότητας, η ουτοπία της κοινοκτημοσύνης, ενώ με την τρέχουσα κρίση, «ζούμε την κατάρρευση της κοινωνίας τής αφθονίας και του καταναλωτισμού, μιας κοινωνίας στην οποία θα έσβηναν οι συγκρούσεις και οι εντάσεις, και στην οποία θα παρέδιδε ευτυχισμένα το πνεύμα η Ιστορία».
Προς το τέλος του βιβλίου του, ο Αντ. Λιάκος συλλογίζεται ότι «έχουμε ήδη εισέλθει σε έναν κόσμο μετα-ουτοπικό.[...] Η ιστορική συνείδηση, στην εποχή μας είναι πολύ επιφυλακτική και τηρεί κριτική στάση απέναντι στις ουτοπίες, συμπεριλαμβάνοντας σ’ αυτές και τα μεγάλα τελεολογικά προτάγματα που διέσχισαν τον ιστορικό ορίζοντα, όπως η πρόοδος, οι ιδεολογίες της ελευθερίας και της ισότητας, η τεχνολογία και ο νεωτερισμός. Μπορεί να παρατηρήσει κανείς άλλωστε ότι σήμερα δεν γράφονται δοξαστικές ιστορίες, μα ιστορίες πένθους και μελαγχολίας.
Κανείς δεν γράφει πλέον ύμνους για τον κόσμο που έρχεται».
Βεβαίως, ο συγγραφέας μάς υπενθυμίζει την «κριτική λειτουργία του ουτοπικού λόγου, τη δυνατότητα του να ωθεί τις συζητήσεις πέραν του κύκλου των υπαρκτών επιλογών. [...] Γι’ αυτό τα ουτοπικά και δυστοπικά κείμενα είναι σπουδαία όργανα παρατήρησης για να καταλάβουμε τις κοινωνίες και τους πολιτισμούς που πέρασαν και ήρθαν».
Ισως οι «ιστορίες πένθους και μελαγχολίας» να είναι συνέπεια μιας τρομακτικής σύγχυσης σήμερα που έχει να κάνει με την βίαιη ανατροπή της αντίληψής μας περί χρόνου και χώρου: ο διαδικτυακός κόσμος φέρνει νέα δεδομένα. Η κινητή τηλεφωνία περιλαμβάνει ηλεκτρονικό υπολογιστή και Διαδίκτυο και ρολόι (χρόνο), ενώ το άυλο χρήμα κινείται μέσα σε ένα ανύπαρκτο χώρο και μηδενικό χρόνο. Το τώρα είναι παντού και το παντού είναι τώρα. Οπως τόσο έξοχα έχει δείξει ο Μιρτσέα Ελιάντε, ενώ η πολιτισμική μας εγγραφή είναι να βιώνουμε τον χρόνο κυκλικά (σε λίγες ημέρες, την 1η Ιανουαρίου, ο κύκλος ξεκινάει πάλι), σήμερα πια ο χρόνος μάς προκαλεί να τον βιώσουμε και να τον κατανοήσουμε εκ νέου και ο κυβερνοχώρος γίνεται Ιστορία, γίνεται εμείς. Λες και η πραγματικότητα αποκτάει σιγά σιγά νέα υφή.
Αυτή θα είναι η νέα ουτοπία; Αγνωστο. Αλλά ας έχουμε υπόψη μας την υπενθύμιση του ιστορικού: «Για να κατανοηθεί η Ιστορία, χρειάζεται μια δόση ουτοπικής σκέψης. Η έννοια της ουτοπίας χρειάζεται ως μέτρο της κριτικής μας».
kathimerini.gr