Νέες θεωρίες μας κατακλύζουν κάθε τόσο για τα πάντα. Από το τι μας παχαίνει ως το γιατί κάποια παιδιά είναι βιβλιοφάγοι και κάποια αρνούνται πεισματικά να πιάσουν εξωσχολικό βιβλίο στο χέρι. Τα σχολικά αναγκάζονται να τα πιάνουν…

Κάποιες από αυτές τις θεωρίες θα αποδειχθούν σωστές ή σωστές ή τουλάχιστον κατά ένα μέρος. Ακόμη και όταν οι θεωρίες αυτές στηρίζονται σε μελέτες υπάρχει πάντα το περιθώριο λάθους ή της σύμπτωσης.

Ακολουθεί μία τέτοια θεωρία που μας λέει ότι …

Οι γονείς που παλεύουν νυχθημερόν να πείσουν τα παιδιά τους να ανοίξουν κανένα βιβλίο, μπορεί και να ματαιοπονούν!

Μία νέα μελέτη υποδηλώνει ότι η αγάπη που δείχνουν, ή δεν δείχνουν, τα παιδιά στα βιβλία δεν εξαρτάται μόνο από το τι κάνουν οι γονείς για να τους τα γνωρίσουν, αλλά και από τα γονίδια που τους έχουν κληροδοτήσει και τα οποία καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό εάν θα τους αρέσει το διάβασμα.


«Οι περισσότεροι γονείς νομίζουν ότι τα παιδιά τους θα λατρέψουν τα βιβλία εάν αρχίσουν να τους τα διαβάζουν νωρίς και συστηματικά, αν δίνουν οι ίδιοι το καλό παράδειγμα και αν γεμίσουν όλο το σπίτι με βιβλιοθήκες. Ωστόσο, η άποψη αυτή είναι λάθος, διότι τα παιδιά δεν έρχονται στον κόσμο ως πηλός που περιμένει να πλαστεί στα κατάλληλα χέρια», λέει ο δρ Φίλιπ Νταίηλ, καθηγητής και επικεφαλής του Τμήματος Επιστήμης και Διαταραχών της Επικοινωνίας στην Σχολή Επαγγελμάτων Υγείας του Πανεπιστημίου του Μισούρι.

«Εκ γενετής τα παιδιά έχουν τα δικά τους ενδιαφέρονται, τα οποία είναι γραμμένα στα γονίδιά τους», προσθέτει.

Η νέα μελέτη, που δημοσιεύθηκε στην επιθεώρηση «Ψυχολογική Επιστήμη», βασίσθηκε σε στοιχεία από περισσότερα από 6.000 δίδυμα παιδιά, τα οποία γεννήθηκαν στην Αγγλία και στην Ουαλία μεταξύ του 1994 και του 1996.


Οι ερευνητές συλλέγουν γενετικά στοιχεία από τα δίδυμα αυτά από τον πρώτο χρόνο της ζωής τους και εξακολουθούν να παρακολουθούν την ανάπτυξη και την υγεία τους.

Όπως έδειξε η μελέτη, δύο είναι οι παράγοντες που καθορίζουν το αν ένα παιδί θα είναι λάτρης των βιβλίων και της μάθησης ή όχι και μάλιστα από την προσχολική ηλικία: τα γονίδια και οι προσπάθειες των γονέων του.

«Οι γονείς συχνά εργάζονται σκληρά για να μάθουν στα παιδιά τους τον θαυμαστό κόσμο των βιβλίων, μόνο και μόνο για να απογοητευθούν ή να αισθανθούν ότι απέτυχαν όταν διαπιστώσουν ότι το παιδί τους ενδιαφέρεται λιγότερο για το διάβασμα απ’ όσο προσδοκούσαν», προσθέτει ο δρ Νταίηλ.


«Ωστόσο, την προσπάθειά τους μπορεί να υπονομεύουν κατά κάποιον τρόπο, ορισμένα γονίδια του παιδιού, τα οποία ασκούν ευρεία επίδραση και καθορίζουν το ενδιαφέρον του προς το διάβασμα».

Η μελέτη έδειξε ακόμη ότι το να διαβάζουν οι γονείς βιβλία στα παιδιά τους από μικρή ηλικία, μπορεί μεν να αυξήσει το ενδιαφέρον τους για τα βιβλία αλλά, όταν υπάρχουν τα προαναφερθέντα γονίδια, τα παιδιά ουδέποτε θα αγαπήσουν τα βιβλία όσο θέλουν οι γονείς τους, όσο σκληρά κι αν αυτοί προσπαθούν.

Τα ευρήματα αυτά επιβεβαιώνουν, κατά τον δρα Νταίηλ, ότι τα παιδιά έχουν εκ γενετής τις προτιμήσεις τους και είναι σημαντικό να σέβονται οι γονείς την προσωπικότητα του παιδιού όταν προσπαθούν να ενισχύσουν την αγάπη του προς τα βιβλία.

«Το σημαντικό είναι να προσαρμόζουν πρόθυμα το διάβασμα στο πρόγραμμα και στα ενδιαφέροντα του παιδιού», συνιστά. «Μερικά παιδιά λ.χ. μπορεί να προτιμούν να διαβάζουν μεσημέρι και άλλα βράδυ, κάποια άλλα να προτιμούν να τους διαβάζουν παρά να διαβάζουν τα ίδια.

«Οι γονείς πρέπει να έχουν το νου τους για να αντιληφθούν τις ιδιαιτερότητες του παιδιού και να κάνουν το καλύτερο που μπορούν με βάση αυτές, και όχι με βάση ό,τι οι ίδιοι έχουν βάλει στο μυαλό τους. Να θυμούνται μόνο ότι μπορεί τελικά το παιδί τους να μην αγαπήσει ποτέ τα γράμματα όσο αυτοί θα ήθελαν και αυτό θα πρέπει να γίνει τελικά αποδεκτό.

πηγή: ΑΠΕ /