Ανεργία, ετεροαπασχόληση και χαμηλές αμοιβές πλήττουν τους νέους επιστήμονες στην Ελλάδα της κρίσης. Είναι χαρακτηριστικό ότι στο ιστορικότερο ΑΕΙ της χώρας, το Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών (ΕΚΠΑ), το ποσοστό των ανέργων αποφοίτων διαμορφώνεται σήμερα στο 19,7%, κάνοντας «άλμα» κατά 12,7% σε σχέση με την προ κρίσης εποχή. Μάλιστα, για το 70% των αποφοίτων η διάρκεια της ανεργίας είναι μεγαλύτερη των έξι μηνών. Την ίδια ώρα, το 35,1% των αποφοίτων απασχολείται σε εργασία που δεν σχετίζεται με το αντικείμενο των σπουδών του, ενώ οι τέσσερις στους δέκα (41%) πιστεύουν ότι η εργασία που κάνουν μπορεί να γίνει από απόφοιτο ΤΕΙ.
Η έρευνα που παρουσιάζει η «ΗτΣ» για την ένταξη στην αγορά εργασίας των αποφοίτων του Πανεπιστημίου Αθηνών είναι αποκαλυπτική για τις αλλαγές που έχει επιφέρει η οικονομική κρίση. Στην έρευνα συμμετείχαν 1.836 απόφοιτοι των ετών 2004-2005-2006 από 30 τμήματα του Πανεπιστημίου Αθηνών και στόχος ήταν να διευρευνθούν ο βαθμός και η ποιότητα ένταξής τους στην αγορά εργασίας σήμερα, έξι έως και οκτώ χρόνια μετά τη λήψη του πτυχίου τους. Επιστημονικός υπεύθυνος της μελέτης ήταν ο κ. Παναγιώτης Γεωργιάδης, καθηγητής του τμήματος Πληροφορικής & Τηλεπικοινωνιών και επιστημονικός υπεύθυνος του Γραφείου Διασύνδεσης του ΕΚΠΑ, ενώ υπεύθυνος υλοποίησης της μελέτης ήταν ο κ. Διονύσης Βασιλόπουλος, MSc τμήματος Πληροφορικής & Τηλεπικοινωνιών και συντονιστής του Γραφείου Διασύνδεσης του ΕΚΠΑ. Αντίστοιχη έρευνα είχε γίνει το 2006. Από τη σύγκριση των δύο ερευνών προκύπτουν τα ακόλουθα συμπεράσματα:
- Το 76,9% των αποφοίτων του Πανεπιστημίου Αθηνών είναι απασχολούμενοι σήμερα. Άνεργοι είναι το 19,7% και μη ενεργοί (αφορά όσους δεν αναζητούν εργασία λόγω σπουδών ή οικογενειακών και στρατιωτικών υποχρεώσεων) είναι το 3,4%. Το 2006, το ποσοστό των ανέργων αποφοίτων ήταν μόλις 7%.
- Μεγαλύτερο είναι σε σχέση με την προ κρίσης εποχή το χρονικό διάστημα που απαιτείται για την ανεύρεση εργασίας. Σήμερα, μόλις το 27,8% των αποφοίτων βρίσκει εργασία μέσα στους πρώτους 6 μήνες έναντι του 40,7% το 2006. Το 20,5% χρειάζεται από έξι έως δώδεκα μήνες για να βρει εργασία σήμερα (έναντι 18,8% το 2006), ενώ το 22% χρειάζεται πάνω από 1 χρόνο (19,4% το 2006).
- Από την ανεργία πλήττονται περισσότερο οι απόφοιτοι της Θεολογίας, της Πολιτικής Επιστήμης και της Γεωλογίας. Αντίθετα, τα μεγαλύτερα ποσοστά απασχόλησης έχουν οι απόφοιτοι της Νομικής, των Επιστημών Υγείας, της Πληροφορικής και της Νοσηλευτικής. Όπως αναφέρεται στην έρευνα, βασικός λόγος της ανεργίας φαίνεται να είναι η αναντιστοιχία ανάμεσα στις πραγματικές ανάγκες της κοινωνίας για συγκεκριμένες ειδικότητες και στον αριθμό των αποφοίτων ή ακόμα και η αναντιστοιχία ανάμεσα στα πτυχία και την παραγωγή. Είναι ενδεικτικό ότι οι οκτώ στους δέκα (77%) συμμετέχοντες στην έρευνα ανέφεραν ότι δεν υπάρχουν πολλές θέσεις εργασίας για την ειδικότητά τους.
- Τα υψηλά ποσοστά ανεργίας έχουν υποχρεώσει πολλούς νέους να βρίσκουν εργασία που δεν αντιστοιχεί στα προσόντα τους. Χαρακτηριστικά, σήμερα το 41% των αποφοίτων που εργάζεται σε θέση μισθωτού κάνει δουλειά που πιστεύει ότι μπορεί να γίνει από απόφοιτο ΤΕΙ, όταν το αντίστοιχο ποσοστό το 2006 ήταν 28%. Παράλληλα, το 35,1% απασχολείται σε εργασία που δεν σχετίζεται με τις σπουδές του. Πρόκειται, κυρίως, για αποφοίτους της Θεολογίας, της Πολιτικής Επιστήμης και της Γεωλογίας.
- Από την καταγραφή της σημερινής τους απασχόλησης προκύπτει ότι σε ποσοστό περίπου 80% οι απόφοιτοι εργάζονται ως μισθωτοί, ενώ μόνο το 20% αποφασίζει να αναπτύξει κάποια μορφή επιχειρηματικότητας. Από τους μισθωτούς, το 52% εργάζεται στον ιδιωτικό τομέα και το 28% στο Δημόσιο. Σε σχέση με το 2006, ο αριθμός των απασχολουμένων στο Δημόσιο παρουσιάζει σημαντική μείωση. Για παράδειγμα, οι εκπαιδευτικοί αποτελούν το 30% του συνόλου, όταν το 2006 ήταν το 38,5%.
- Σταθερή εργασία έχει σήμερα το 61% των μισθωτών έναντι 66% το 2006, ενώ το 39% απασχολούνται σε προσωρινή εργασία. Πλήρη απασχόληση έχει το 83% των αποφοίτων και το 17% μερική. Η πλειονότητα των αποφοίτων βρήκε τη σημερινή του απασχόληση μέσω γνωριμιών, διαγωνισμών και αγγελιών.
Ανασφάλεια
- Το ποσοστό ανασφάλειας ανάμεσα στους απασχολούμενους είναι ιδιαίτερα υψηλό. Το 45% των μισθωτών αισθάνεται ότι υπάρχει κίνδυνος για τη θέση εργασίας του στο άμεσο μέλλον έναντι 31% το 2006. Στον αντίποδα, μόλις το 36,2% των μισθωτών εκτιμά ότι υπάρχουν θετικές προοπτικές εξέλιξης έναντι 59,5% το 2006.
- Ως προς τις καθαρές αποδοχές η πλειοψηφία των εργαζομένων αμείβεται από 900 έως και 1.100 ευρώ. Ωστόσο, σε σχέση με τα 2006 υπάρχει μια σαφέστατη αύξηση των χαμηλόμισθων. Σήμερα, το 11,5% αμείβεται με έως 500 ευρώ έναντι 7,3% το 2006. Σημαντική διαφοροποίηση παρατηρείται ανάμεσα στα δύο φύλα. Στις γυναίκες οι χαμηλόμισθες είναι σχεδόν διπλάσιες από τους άνδρες (27% και 15% ανιστοίχως) και στον αντίποδα οι υψηλόμισθοι άνδρες είναι πολύ περισσότεροι από τις γυναίκες (39% έναντι 21%). Υψηλό ποσοστό χαμηλών αμοιβών παρουσιάζουν οι απόφοιτοι Φιλολογίας, Ιστορίας, Θεολογίας και Ξένων Γλωσσών. Αντίθετα, υψηλές αποδοχές απολαμβάνουν οι απόφοιτοι Νομικής, Ιατρικής, Φαρμακευτικής και Πληροφορικής.
- Δραματική αύξηση παρουσιάζει σήμερα ο αριθμός των οικογενειών που αντιμετωπίζει οικονομικές δυσκολίες. Το 8,2% των αποφοίτων ανέφερε ότι η οικογένειά του αντεπεξέρχεται στις οικονομικές της υποχρεώσεις «πολύ δύσκολα» και το 32,8% «σχετικά δύσκολα». Το 2006, μόλις για το 1,4% των οικογενειών ήταν «πολύ δύσκολα» να αντεπεξέλθει στις οικονομικές υποχρεώσεις και για το 14,9% «σχετικά δύσκολα».
ΗΜΕΡΗΣΙΑ