Από τους υπερπολύγλωσσους, ικανούς να κατακτήσουν έως και 18 διαφορετικές γλώσσες, έως τους απλά γλωσσομαθείς, οι οποίοι μιλούν άπταιστα τουλάχιστον δύο γλώσσες ακόμη πέρα από τη μητρική τους, οι νέοι καθώς επίσης οι μετανάστες και οι εργαζόμενοι στην παγκόσμια πλέον οικονομία, ακούσια, ξαναγράφουν τους κανόνες της επικοινωνίας. Θα μπορούσε να γίνει λόγος για την ανέγερση ενός σύγχρονου πύργου της Βαβέλ, όπου οι γλώσσες συνεχίζουν ακόμη να διασταυρώνονται και να συγχέονται, αλλά στο τέλος και σε αντίθεση με τον βιβλικό μύθο η κατανόηση και η επικοινωνία καταλήγουν να είναι αρτιότερες και πιο ολοκληρωμένες αναφέρουν Τα Νέα
Η πολυγλωσσία πλέον αποτελεί βασική ανάγκη αλλά παράλληλα και προσωπική επιδίωξη των περισσότερων νέων ανθρώπων. Στην Πολωνία το ποσοστό των νέων μεταξύ 17 και 23 ετών που δηλώνει πως μιλάει ικανοποιητικά ακόμη δύο γλώσσες πέρα από τη μητρική του, αγγίζει το 67% και στη Γαλλία το 64%, ενώ στη χώρα μας το ποσοστό των μαθητών που διδάσκεται τουλάχιστον μία ξένη γλώσσα ανέρχεται στο εξαιρετικό 92%. Μια γρήγορη ανάγνωση των...
δεδομένων που αφορούν τις ανθρώπινες γλώσσες αρκεί για να γίνει κατανοητό το μεγαλείο, στην κυριολεξία, της ανθρώπινης δυνατότητας (και παράλληλα ανάγκης) για επικοινωνία. Σήμερα ανά την υφήλιο είναι καταγεγραμμένα 7.000 διαφορετικά γλωσσικά ιδιώματα που συνθέτουν ένα εξαιρετικό γλωσσικό χαρμάνι, το οποίο όμως, σύμφωνα με τους ειδικούς, είναι καταδικασμένο κατά τη διάρκεια των πενήντα επόμενων ετών, αν όχι να αποσυντεθεί, σίγουρα να περιοριστεί.
Οι παράμετροι. Υπάρχουν ωστόσο παράμετροι πολιτισμικές, περιβαλλοντικές, φυσικές ή και νευρολογικές οι οποίες επιτρέπουν σε κάποιον να φτάσει σε εξαιρετικά επίπεδα πολυγλωσσίας, ενώ την ίδια στιγμή κάποιος άλλος να παλεύει σε όλη του τη ζωή για να μάθει τα βασικά αγγλικά; Στο τελευταίο του βιβλίο, «Το τέλος της Βαβέλ» («Babel no more», Free press, 2012), στο οποίο παρουσιάζει τις εξαιρετικές περιπτώσεις πολύγλωσσων ανθρώπων, συχνά αυτοδίδακτων, ικανών να επικοινωνήσουν ακόμη και σε είκοσι διαφορετικές γλώσσες, ο αμερικανός δημοσιογράφος Μάικλ Εραρντ κάνει λόγο εξαρχής για έναν ειδικό νευρολογικό μηχανισμό με τον οποίο είναι προικισμένοι οι πολύγλωσσοι, για ένα δώρο της φύσης εν τέλει, το οποίο μπορεί να ενισχυθεί είτε εξαιτίας μιας περιπλανώμενης ανά τον κόσμο ζωής είτε εξαιτίας άλλων καταστάσεων και συνθηκών που αναγκάζουν τους πολύγλωσσους να κατακτήσουν δύο ή τέσσερις ή έξι ή ακόμη και δεκαέξι… ξένες γλώσσες. Μεταξύ αυτών των χαρισματικών ανθρώπων που συνάντησε ο Αμερικανός, ξεχωρίζει η περίπτωση του Αλεξάντερ Αργκουέγιες από το Μπέρκλεϊ, ο οποίος σε διάστημα 456 ημερών πέρασε σχεδόν πέντε χιλιάδες ώρες μελετώντας τις 52 γλώσσες που γνωρίζει. Αξιοσημείωτο γεγονός, ότι ο πολύγλωσσος αυτός άνθρωπος ζει με το επίδομα ανεργίας και από κάποιες ελάχιστες μεταφράσεις που κάνει περιστασιακά, συνήθως από τα κορεατικά στα αγγλικά. Ομως πόσες γλώσσες, πράγματι, κατείχε ο εκκεντρικός Αμερικανός; Πόσες γλώσσες μπορεί πρακτικά να μάθει ένας άνθρωπος;
Ο Αντρέα Μόρο, καθηγητής Γενικής Γλωσσολογίας στο Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο Ανώτερων Σπουδών της Παβίας (IUSS), διερευνώντας το φαινόμενο της πολυγλωσσίας, υποστηρίζει πως «μπορούμε να εξηγήσουμε με συγκεκριμένες και ακριβείς επιστημονικές διεργασίες πόσες γλώσσες μπορεί να κατακτήσει ο ανθρώπινος εγκέφαλος, πόσες είναι αυτές που πραγματικά αφομοιώνει και πόσες απλώς, τρόπον τινά, σκαλώνουν στη μνήμη μας». Ο ιταλός γλωσσολόγος κάνει λόγο για «όρια» της γλωσσομάθειας και αντί να διαβλέπει το τέλος της ανέγερσης αυτού του σύγχρονου πύργου της Βαβέλ, κυρίως επιδιώκει να προσδιορίσει τα όριά του: όλα αρχίζουν στην πρώιμη παιδική ηλικία και δυστυχώς τελειώνουν με την εφηβεία. Εως την εφηβεία, υπογραμμίζει ο Μόρο, οι γλώσσες μαθαίνονται αυθόρμητα αλλά ύστερα από το πέρασμά της ο εγκέφαλος χάνει την πλαστικότητά του και για αυτόν τον λόγο πρέπει να χρησιμοποιηθούν άλλα μέσα, όπως για παράδειγμα η μνήμη. Αυτό φυσικά δεν σημαίνει πως οι ενήλικοι δεν μπορούν να διδαχτούν μια ξένη γλώσσα, αλλά είναι δεδομένο πως τα νευρολογικά μονοπάτια διανύονται δυσκολότερα και όχι τόσο αυτόματα όσο πριν. Οι γραμματικές που μπορεί να αφομοιώσει ο ανθρώπινος εγκέφαλος μπορεί να είναι αρκετές αλλά σίγουρα δεν είναι απεριόριστες. Με όσα υποστηρίζει ο ιταλός ερευνητής συμφωνεί (έμμεσα) και ο Εραρντ. Εχοντας μελετήσει όσους πολύγλωσσους ανθρώπους κατάφερε να εντοπίσει ανά την υφήλιο, ο Αμερικανός κατέληξε στο συμπέρασμα πως οι γλώσσες που μπορεί να μάθει ικανοποιητικά ένας άνθρωπος ανέρχονται γύρω στις δέκα, ενώ οι πιθανές υπόλοιπες γλωσσικές γνώσεις αποτελούν τμήμα των «συζητήσεων επιβίωσης», όπως συγκεκριμένα τις αποκαλεί.
Η καθημερινή ζωή. Αφήνοντας όμως κατά μέρος τα επιστημονικά πειράματα και εστιάζοντας στην καθημερινή ζωή, είναι πλέον δεδομένο πως για να μπορέσει κάποιος να ανταποκριθεί και να επικοινωνήσει μέσα σε αυτήν τη νέα, σύγχρονη Βαβέλ που ζούμε, είναι απαραίτητο να ξέρει να μιλάει, να διαβάζει και να γράφει σε δύο ή και περισσότερες γλώσσες. Η Κλερ Καμς, γλωσσολόγος, καθηγήτρια στο Μπέρκλεϊ και μία από τους ειδικούς με τους οποίους συνομίλησε ο Εραρντ για τις ανάγκες συγγραφής του βιβλίου του, θεωρεί πως η ερώτηση «πόσες γλώσσες γνωρίζεις;», αν όχι λανθασμένη, είναι σίγουρα μερική καθώς η σωστή ερώτηση θα έπρεπε να είναι «σε πόσες γλώσσες ζεις;». Πέρα από αναγκαία ως εργαλείο επαγγελματικής ανέλιξης, η εκμάθηση γλωσσών αποτελεί και σημείο ουσιαστικής επαφής μεταξύ διαφορετικών λαών και πολιτισμών, προσφέροντας τη δυνατότητα μιας καλύτερης αμοιβαίας κατανόησης των ανθρώπων και συμβάλλοντας στην εξάλειψη φαινομένων όπως η ξενοφοβία, η μισαλλοδοξία και ο ρατσισμός. Οι διαφορετικές γλώσσες συνεπάγονται και πολλαπλές αναγνώσεις τού ούτως ή άλλως πολυσήμαντου κόσμου μας. Οσο περισσότερες οι αναγνώσεις και οι ερμηνείες τόσο περισσότερες και οι προοπτικές