Την ομιλούν συνολικά 2 δισεκατομμύρια άνθρωποι σε ολόκληρο τον πλανήτη,ενώ αποτελεί πρώτη γλώσσα για 380 εκατομμύρια ανθρώπους. Φυσικά και είναι η πρώτη γλώσσα την οποία επιλέγουν να μάθουν -κατά κύριο λόγο- όσοι δεν την έχουν μητρική και βέβαια σχεδόν τα πάντα κινούνται γύρω της και πολύ περισσότερο σήμερα με την ανάπτυξη του internet και γενικά των νέων τεχνολογιών. Μιλάμε φυσικά για την αγγλική γλώσσα.
Όλοι όσοι την ομιλούν σαν δεύτερη γλώσσα την αγαπούν και την ”νοιώθουν” σχεδόν όπως τη μητρική τους και κυρίως η νέα γενιά. Οι περισσότεροι όμως δεν ξέρουμε την...ιστορία της, πότε και από ποιους ξεκίνησε να ομιλείται. Και επειδή τίποτα δεν είναι αυτονόητο σήμερα αποφασίσαμε να κάνουμε ένα αφιέρωμα σε αυτή τη γλώσσα ειδικά, γιατί φυσικά και είναι διεθνής γλώσσα και γιατί όλο και κάτι μας έχει ξεφύγει για την ιστορία της.
Ξεκινάμε λοιπόν λέγοντας ότι έλκει την καταγωγή της από την Αγγλία και είναι η μητρική γλώσσα της πλειοψηφίας των κατοίκων του Ηνωμένου Βασιλείου, των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής,του Καναδά, της Αυστραλίας, της Νέας Ζηλανδίας, της Δημοκρατίας της Ιρλανδίας και της Αγγλόφωνης Καραϊβικής.
Χρησιμοποιείται, επίσης, ως δεύτερη ή επίσημη γλώσσα σε πολλές χώρες του κόσμου, κυρίως σε όσες αποτελούν μέλη της Κοινοπολιτείας των Εθνών, καθώς και σε πολλούς διεθνείς οργανισμούς.
Αφετηρία της τεράστιας εξάπλωσης της αγγλικής γλώσσας υπήρξε η ίδρυση αποικιών, οι πολεμικές κατακτήσεις και οι διπλωματικές συμφωνίες, οι οποίες οδήγησαν στην ίδρυση κτήσεων, αποικιακών κρατών και προτεκτοράτων και στην κατοχή περιοχών υπό το καθεστώς της εντολής, τις οποίες πέτυχε το Ηνωμένο Βασίλειο από τον 16ο έως και τον 20ο αιώνα. Κατ’ αυτόν τον τρόπο στα τέλη του 19ου αιώνα η πολιτική ισχύς της Βρετανικής Αυτοκρατορίας επέβαλε την αναγνώριση της αγγλικής γλώσσας σε παγκόσμιο επίπεδο.
Ένας ακόμη σημαντικός λόγος που βοήθησε στην εξάπλωση της αγγλικής γλώσσας, αποτέλεσε η ανάδειξη των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, η πλειοψηφία των κατοίκων των οποίων έχει ως μητρική γλώσσα την αγγλική, σε υπερδύναμη μετά τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο και η επακόλουθη οικονομική και πολιτιστική επιρροή τους παγκοσμίως, με τη βοήθεια και της εξάπλωσης των μέσων ενημέρωσης και του διαδικτύου.
Πριν από την κατάκτηση της Βρετανίας από τους Ρωμαίους, αρχικά από τον Ιούλιο Καίσαρα το 55 π.Χ. και στη συνέχεια από τον Κλαύδιο το 42 μ.Χ., δεν υπάρχουν γραπτές μαρτυρίες για τη γλώσσα η οποία μιλιόταν στα Βρετανικά νησιά. Οι Ρωμαίοι, όταν έφτασαν στη Βρετανία, βρήκαν ένα Κελτικό φύλο, τους Βρετανούς, οι οποίοι είχαν έλθει προγενέστερα ως εισβολείς από την ηπειρωτική Ευρώπη, γύρω στα μέσα της πρώτης χιλιετίας π.Χ.
Οι Βρετανοί αντιστάθηκαν πεισματικά στη ρωμαϊκή εισβολή, όμως τελικά νικήθηκαν και οι Ρωμαίοι σταδιακά κατέκτησαν το μεγαλύτερο μέρος της χώρας.Παρ’ όλα αυτά, η ρωμαϊκή εξουσία περιορίστηκε εξαιτίας των φυσικών εμποδίων, τα οποία οριοθετούσαν τα όρη της Σκωτίας και της Ουαλίας, στα οποία κατέφυγαν οι Κέλτες.
Έτσι, οι Ρωμαίοι αναγκάστηκαν να περιοριστούν στα ήδη κατακτημένα εδάφη, κτίζοντας τείχη, όπως το περίφημο Τείχος του Αδριανού, τμήματα του οποίου σώζονται έως σήμερα, κατασκευάζοντας στρατόπεδα και οχυρώνοντας πόλεις για να προστατευθούν από τις επιθέσεις των ορεσίβιων κελτικών φύλων. Έξω από την ελεγχόμενη από τους Ρωμαίους περιοχή, η παλαιά κελτική γλώσσα ήταν σε σχεδόν αποκλειστική χρήση και τα Λατινικά δεν κατάφεραν να επιβληθούν, όπως συνέβη στην υπόλοιπη Αγγλία και κυρίως στις μεγαλύτερες πόλεις της. Τελικά το 410 οι Ρωμαίοι αποχώρησαν για να υπερασπιστούν την ίδια τη Ρώμη η οποία απειλούνταν από τους Γότθους.
Το κενό εξουσίας στα Βρετανικά νησιά έδωσε την ευκαιρία στους Σκώτους και τους Πίκτους από τον βορρά να επιχειρούν συνεχείς επιδρομές λεηλατώντας και καταδιώκοντας τους υπό ρωμαϊκή πολιτιστική επιρροή Κέλτες οι οποίοι αναγκάστηκαν να ζητήσουν βοήθεια από τους Ρωμαίους. Οι Ρωμαίοι, όμως ήταν τόσο απασχολημένοι με τα δικά τους προβλήματα, που η έκκληση απευθύνθηκε εις ώτα μη ακουόντων. Έτσι, οι Ρωμαίο-Κέλτες αυτοί, αναγκάσθηκαν να αναζητήσουν αλλού βοήθεια και προσέφυγαν στις γερμανικές φυλές των Σαξόνων οι οποίοι κατοικούσαν στις ακτές της σημερινής βόρειας Γερμανίας.
Επιρροές από την κελτική γλώσσα Στα Βρετανικά νησιά, η Πρωτοκελτική γλώσσα εξελίχθηκε στις ομιλούμενες ακόμη και σήμερα κελτικές γλώσσες της Γοϊδελικής υποοικογένειας και συγκεκριμένα στα Κελτικά Σκωτικά, στα Ιρλανδικά και στη γλώσσα Μανξ και τις γλώσσες της Βρυθονικής υποοικογένειας και συγκεκριμένα στην Ουαλική, στην Κορνουαλική και στη Βρετονική της Γαλλίας.
Παρ’ όλη τη μακρά ιστορική παρουσία των κελτικών γλωσσών στα Βρετανικά νησιά, οι επιρροές τους στην αγγλική γλώσσα είναι αξιοσημείωτα μικρές.Ελάχιστες είναι οι λέξεις τις οποίες η αγγλική υιοθέτησε από τα κελτικά κατά τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο και ακόμη λιγότερες αυτές οι οποίες παρέμειναν σε χρήση έως σήμερα, από τις οποίες πολλές μόνον σε διαλεκτική χρήση.Επιρροές από τη λατινική γλώσσα Τα Λατινικά γενικά άσκησαν μεγάλη επιρροή στην ιστορία της αγγλικής γλώσσας.
Στην περίοδο της ρωμαϊκής κυριαρχίας (55 π.Χ. - 410 μ.Χ.) οι λεγεωνάριοι του ρωμαϊκού στρατού και οι έμποροι από την ηπειρωτική Ρωμαϊκή αυτοκρατορία έδωσαν νέα ονόματα σε αντικείμενα της περιοχής και εισήγαγαν νέες έννοιες, χρησιμοποιώντας πολλές φορές λέξεις τις οποίες οι ίδιοι είχαν δανειστεί από τα Ελληνικά. Περίπου οι μισές από αυτές τις λέξεις αφορούσαν σε φυτά, ζώα, φαγητά και ποτά, και οικιακά είδη, ενώ λέξεις οι οποίες αφορούσαν σε άλλους σημαντικούς τομείς είχαν σχέση με την ένδυση, τα κτήρια και την κατασκευή τους, τους στρατιωτικούς και τους νομικούς θεσμούς, το εμπόριο και τη θρησκεία.
Αρχαία αγγλική γλώσσα
Η αγγλική γλώσσα προέρχεται από τις αγγλοφριζικές διαλέκτους τις οποίες χρησιμοποιούσαν οι γερμανικής καταγωγής άποικοι, οι οποίοι προέρχονταν από διαφορετικές περιοχές της σημερινής βορειοδυτικής Γερμανίας και της βόρειας Ολλανδίας. Αρχικά, τα αρχαία αγγλικά ήταν ένα συνονθύλευμα διαφορετικών διαλέκτων, γεγονός το οποίο αντικατόπτριζε τη διαφορετική γεωγραφική προέλευση των αγγλοσαξονικών βασιλείων της Αγγλίας.
Μία από αυτές τις διαλέκτους, η ύστερη δυτική σαξονική, έμελλε τελικά να υπερισχύσει. Η πρωταρχική αρχαία αγγλική γλώσσα επηρεάστηκε στη συνέχεια από τα δύο κύματα εισβολέων στα Βρετανικά νησιά. Το πρώτο έλαβε χώρα κατά τον 8ο και 9ο αιώνα, όταν κατακτητές οι οποίοι προέρχονταν από τη Σκανδιναβία και μιλούσαν γλώσσες του βόρειου γερμανικού υποκλάδου του γερμανικού κλάδου εγκαταστάθηκαν σε περιοχές της Βρετανίας. Το δεύτερο συνέβη κατά τον 11ο αιώνα, όταν έφτασαν οι Νορμανδοί, οι οποίοι μιλούσαν την αρχαία νορμανδική γλώσσα και τελικά ανάπτυξαν μια αγγλική διάλεκτο η οποία ονομάζεται αγγλονορμανδική γλώσσα.
Κατ' αυτόν τον τρόπο, οι καταβολές της αγγλικής γλώσσας συνέτειναν στο να παρουσιάζεται αυτή ως μικτή γλώσσα, χωρίς, όμως, να είναι στην πραγματικότητα. Ο συγχρωτισμός των πρώτων αποίκων με τους Σκανδιναβούς εισβολείς, είχε ως αποτέλεσμα τη γραμματική απλοποίηση και τον λεξιλογικό εμπλουτισμό του αρχικού αγγλοφριζικού γλωσσικού υποστρώματος. Η νορμανδική κατάκτηση οδήγησε στον εγκεντρισμό, πάνω σ' αυτό το γερμανικό γλωσσικό υπόστρωμα,ενός περισσότερο εκλεπτυσμένου φάσματος λέξεων από τον Ιταλικό κλάδο.
Αυτή η νορμανδική γλωσσική επιρροή εισέβαλε στα αγγλικά κυρίως μέσω της δικαστικής και της κυβερνητικής γλώσσας. Κατ' αυτόν τον τρόπο, η αγγλική γλώσσα αναπτύχθηκε στον μέγιστο βαθμό ως δανειζόμενη γλώσσα, με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τη μεγάλη ευελιξία και προσαρμοστικότητα, και το τεράστιο λεξιλόγιο.
Αντώνιος Ανδρεόλας
palso.gr