Ηκαθηγήτρια, πρόεδροςτουΤμήματοςΙταλικής Φιλολογίαςτου ΠανεπιστημίουΑθηνών, τέωςειδικήγραμματέαςτουΥΠΕΠΘΣτέλλα Πριόβολου, μεαφορμήτιςπροτάσεις, πουπαραδόθηκανστον πρωθυπουργόενόψειτουνέουνόμου - πλαισίου γιατηλειτουργίατων Πανεπιστημίων, μαςέστειλετιςαπόψειςτηςγιατηναντιμετώπισητων ξένων γλωσσώναπότουπουργείοΠαιδείας:

«Κατά τη διάρκεια προετοιμασίας της διεύρυν­σης της Ευρώπης, με απόφαση της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Συμβουλίου της Ευρώπης, ανακη­ρύχτηκε το 2001 “Ευρωπαϊκό Έτος Γλωσσών”. Η απόφαση αυτή ανέδειξε τη σημασία των γλωσσών, οι οποίες αποτελούν πρόκληση για την ευρωπαϊκή οικοδόμηση και καλούνται να ανοίξουν τους νέους της ορίζοντες.

Στόχος του Ευρωπαϊκού Έτους Γλωσσών ήταν η ευαισθητοποίηση των λαών στην εκμάθηση ξένων γλωσσών σε όλες τις βαθμίδες εκπαίδευσης, στον χώρο της επαγγελματικής εκπαίδευσης, της επι­μόρφωσης των ενηλίκων και γενικότερα των κοι­νωνικών ομάδων.

Στα ελληνικά Πανεπιστήμια (Αθηνών, Θεσσα­λονίκης, Ιονίου) οι Ξένες Γλώσσες και Φιλολογίες διδάσκονται σε Τμήματα αυτοδύναμα: Αγγλικής, Γαλλικής Γερμανικής, Ιταλικής και Ισπανικής Γλώσ­σας και Φιλολογίας. Στο Πανεπιστήμιο Αθηνών λει­τουργεί επίσης Τμήμα Τουρκικών και σύγχρονων Ασιατικών Σπουδών καθώς και Τμήμα Σλαβικών Σπουδών. Στη Φλώρινα υπάρ­χει Τμήμα Γλώσσας, Φιλο­λογίας και Πολιτισμού Παρευξείνιων Χωρών και στη Ρόδο Μεσογεια­κών Σπουδών.

Όλα τα παραπάνω Τμή­ματα καλύπτουν γνωστικά αντικείμενα γλώσσας, λογοτεχνί­ας, ιστορίας και πολιτισμού των ξένων χωρών.

Η ένταξη της χώρας μας στην Ε.Ε. και τα νέα δεδομένα στον χώρο της εκπαίδευσης επι­βάλλουν την αναθεώρηση των προγραμμάτων των πανεπιστημι­ακών σπουδών και κατ’ επέκταση την επανεξέταση της θέσης των Ξένων Γλωσσών και Φιλολογιών στο εκπαιδευτικό μας σύστημα…

Το Εθνικό Συμβούλιο Παιδείας έπειτα από συζήτηση για τις αναγκαίες αλλαγές στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση κατέληξε σε συγκεκριμένες προτάσεις, που παρα­δόθηκαν στον πρωθυπουργό ενόψει του νέου νό­μου – πλαισίου για τη λειτουργία των Πανεπιστημί­ων. Η πρόταση του ΕΣΥΠ αναφέρεται στην εισαγω­γή των φοιτητών σε Σχολή αντί σε Τμήμα.

Παρότι το ΕΣΥΠ συμφώνησε ως προς το θέμα αυτό, οι αντιδράσεις των πανεπιστημιακών συνεχί­ζονται καθώς υπάρχουν, αναμφίβολα, πολλές δυ­σκολίες και απαιτούνται δομικές αλλαγές του συ­στήματος προκειμένου να εφαρμοστεί η σχετική μετατροπή στα Πανεπιστήμια. Αξίζει να θυμηθού­με ότι και ο νόμος – πλαίσιο του 1982 αντιμετώπισε παρόμοιες αντιδράσεις για την αντίστροφη όμως μετατροπή, δηλαδή των Σχολών σε Τμήματα.

Βλάπτειτηνπαιδεία

Είναι φανερό ότι στην εποχή των Μνημονίων για την Ελλάδα κάθε αλλαγή όχι μόνον απαιτείται αλ­λά και επιβάλλεται με μοναδικό κριτήριο τους οι­κονομικούς δείκτες και, δυστυχώς, η φιλοσοφία αυτή βλάπτει σοβαρά την υγεία της Παιδείας και της Εκπαίδευσης.

Ειδικά όμως για τη διδασκαλία των Ξένων Γλωσ­σών και Φιλολογιών στα Πανεπιστήμια, πιστεύω ότι αν η μετατροπή εφαρμοστεί σωστά, αυτή δεν θα εξυπηρετήσει στενά και μόνον τα οικονομικά κριτήρια αλλά θα ανταποκριθεί και σε αντίστοιχα ακαδημαϊκά με το ακόλουθο σκεπτικό: Στα Πανεπιστήμια των περισσότερων ευρω­παϊκών χωρών λειτουργούν Σχολές Ξένων Γλωσσών και Φιλολογιών στις οποίες θερα­πεύονται ισότιμα γλώσσες και φιλολογί­ες ξένων χωρών συνδυαζόμενες μάλιστα δύο ή και τρεις στα προγράμματα σπου­δών, έτσι ώστε οι πτυχιούχοι να αποκτούν μεγαλύτερες δυνατότητες επαγγελματικής αποκατάστασης. Για παράδειγμα αναφέρω τον συνδυασμό των λατινογενών γλωσσών Γαλ­λικής, Ιταλικής και Ισπανικής ή των αγγλοσαξoνικών Αγγλικής και Γερμανικής. Η μετεξέλιξη των Τμημάτων σε Σχολές είναι υπόθεση δύσκολη και πρέπει να έχει τη συναίνεση των πανεπιστημιακών για να εφαρμοστεί. Εξάλλου, κάθε Πανεπιστήμιο έχει τις ιδιομορφίες του, και γενικοί κα­νόνες και μέτρα είναι επικίνδυ­νο να επιχειρούνται, καθώς δύσκο­λα αποφέρουν καρπούς. Οι θεσμικοί φορείς και οι ειδικοί επιστήμονες σε κάθε γνωστικό αντι­κείμενο πρέπει να ασχοληθούν σοβαρά με τις επικείμενες αλλαγές χωρίς αρνητική εκ των προτέρων διάθεση αλλά με τη βούληση βελτίωσης και εκσυγχρονισμού της λειτουργίας των Πανεπι­στημίων μας.

Επιπλέονπροβλήματα

Η πρωτοφανής και απρόσμενη οικονομική στε­νότητα της χώρας και η κατ’ ανάγκη περιστολή δα­πανών και στην Παιδεία, δεν θα πρέπει με κανέναν τρόπο να οδηγήσει στην κατάρρευση του δημόσιου ελληνικού Πανεπιστημίου, που με αγώνες οικοδο­μήθηκε. Αλλά και η για τους ίδιους λόγους κατάρ­γηση διδασκαλίας ορισμένων γλωσσών στο σχο­λείο, χωρίς συγκεκριμένη πολιτική ξένων γλωσ­σών, θα δημιουργήσει επιπλέον προβλήματα.

Το υπουργείο Παιδείας, έχοντας καθιερώσει ως… μητρική γλώσσα την Αγγλική, προχωρά τώρα στην απόφαση να διδάσκεται από το σχολικό έτος 2011-12 μία δεύτερη ξένη γλώσσα, η οποία θα επιλέγεται μεταξύ της Γαλλικής, της Γερμανικής, της Ιταλικής και της Ισπανικής.

Όμως, για την επιλογή της γλώσσας θα ληφθεί υπόψη η ύπαρξη οργανικής θέσης εκπαιδευτικού στο σχολείο. Σε περίπτωση μάλιστα που οργανική θέση έχουν δύο ή περισσότεροι εκπαιδευτικοί δια­φορετικών ειδικοτήτων, θα επιλεγεί η ξένη γλώσ­σα που επιθυμεί να διδαχθεί η πλειοψηφία των μα­θητών του Γυμνασίου.

Εδώ ισχύει πραγματικά η ρήση «πρώτα ο μαθη­τής». Στην πραγματικότητα, λοιπόν, η δυνατότη­τα επιλογής περιορίζεται ανάμεσα στις γλώσσες του… άξονα, δηλαδή τη Γαλλική και τη Γερμανική. Έτσι, χωρίς προβληματισμό, χωρίς διάλογο, χωρίς έγνοια για διδάσκοντες και διδασκόμενους.

Γιατί άραγε έγιναν τόσες δαπάνες από προηγού­μενες κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ για την ισότιμη ει­σαγωγή, βάσει γλωσσικής πολιτικής, των ευρωπαϊ­κών γλωσσών στην εκπαίδευση;

Είναι οδυνηρά, όμως, αληθινό ότι η γλωσσική πολιτική είναι μια πολυτέλεια όταν στην υπό επιτή­ρηση Ελλάδα η εθνική πολιτική είναι ανύπαρκτη!

πηγή ΤΟ ΠΟΝΤΙΚΙ