Παρατηρείται σε παγκόσμιο επίπεδο ότι η εκμάθηση ξένων γλωσσών σε μικρή ηλικία αρχίζει νωρίτερα απ’ ότι πριν από 15 χρόνια. Είναι εμφανείς οι γενικότερες προσπάθειες που καταβάλλονται ώστε να σχεδιασθούν συστηματικά προγράμματα διδασκαλίας για μικρές ηλικίες, τα οποία μπορούν να εφαρμοσθούν σε διάφορα εκπαιδευτικά ιδρύματα, να καθορισθούν οι στόχοι και η διδακτέα ύλη, να εφαρμοσθούν στην πράξη και να επιμορφωθεί το απαραίτητο προσωπικό.
Σήμερα είναι βέβαιο, ότι «οι άνθρωποι μπορούν ανά πάσα στιγμή να μάθουν μια ή περισσότερες καινούργιες γλώσσες. Τα πορίσματα όμως της έρευνας εκμάθησης γλωσσών και της έρευνας του εγκεφάλου συνηγορούν υπέρ της εκμάθησης μιας ξένης γλώσσας σε όσο το δυνατόν μικρότερη ηλικία. Είναι αποδεδειγμένο ότι μέχρι την ηλικία των έξι ετών το παιδί μπορεί να μάθει μια δεύτερη γλώσσα με τέλεια προφορά. Μέχρι την εφηβεία αφομοιώνει ευκολότερα το συντακτικό και τη μορφολογία απ’ ότι αργότερα. Από την άλλη πλευρά, πολλοί άλλοι παράγοντες επηρεάζουν την επιτυχή εκμάθηση των παιδιών. Σ’ αυτούς συγκαταλέγονται η ποιότητα των διδασκόντων και του διδακτικού υλικού ή η διάρκεια και η ένταση της επαφής με τη γλώσσα.
Δίνοντας στο παιδί τη δυνατότητα να αρχίσει σε μικρή ηλικία μια ξένη γλώσσα, του προσφέρουμε την καλύτερη δυνατή ευκαιρία να έχει μια εξελικτική πορεία στην εκμάθησή της, να αναπτύξει δηλαδή συνολικά τη συναισθηματική, δημιουργική, κοινωνική, νοητική και γλωσσική του ικανότητα, συμπεριλαμβανομένης σε μεγάλο βαθμό και της διαπολιτισμικής επικοινωνιακής δεξιότητας. Τα παιδιά μαθαίνουν με ενθουσιασμό την καινούργια γλώσσα. Κάτω από ευνοϊκές συνθήκες αναπτύσσουν στοιχειώδεις επικοινωνιακές δεξιότητες και αποκτούν γλωσσική συνείδηση. Η επιτυχία των στόχων αυτών εξαρτάται αποδεδειγμένα από την πολιτική που ακολουθείται στο θέμα της γλώσσας και τις παιδαγωγικές και διδακτικές προϋποθέσεις που απαιτούνται για τη διδασκαλία της ξένης γλώσσας, καθώς σε πολλές περιοχές αυτές δεν ανταποκρίνονται ακόμη στο επιθυμητό επίπεδο.
Οι Οδηγίες της Νυρεμβέργης για την εκμάθηση ξένων γλωσσών σε μικρή ηλικία, οι οποίες δημοσιεύθηκαν το 1996 από το Goethe-Institut, σχεδιάσθηκαν και αναπτύχθηκαν από πλήθος ειδικών επιστημόνων από 22 χώρες, με στόχο τη δημιουργία ενός βασικού εκπαιδευτικού προγράμματος για την εκμάθηση ξένων γλωσσών σε μικρή ηλικία, το οποίο θα έχει γενική εφαρμογή.
Σήμερα, μετά από μια δεκαπενταετία και πλέον, οι Οδηγίες της Νυρεμβέργης έχουν διατηρήσει στα βασικά σημεία την ισχύ τους. Παρά ταύτα, οι κοινωνικοπολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές αλλαγές, οι εξελίξεις στην τεχνολογία, οι ποικίλες εμπειρίες των παιδιών με τα ηλεκτρονικά μέσα και οι προσδοκίες που έχουν από αυτά, επηρεάζουν τη μάθηση στην πρώιμη παιδική ηλικία. Επίσης, τα πορίσματα της γνωστικής ψυχολογίας για την παιδική μαθησιακή συμπεριφορά αποκτούν μια όλο και μεγαλύτερη σημασία για τα πρώτα χρόνια της εκμάθησης ξένων γλωσσών.
Στην παρούσα επανέκδοση των Οδηγιών της Νυρεμβέργης για την εκμάθηση ξένων γλωσσών σε μικρή ηλικία περιγράφονται οι σύγχρονες απόψεις για το σύνθετο πλέγμα παραμέτρων της πρώιμης εκμάθησης ξένης γλώσσας, με σκοπό να παρουσιασθούν με σαφήνεια οι δυνατότητες και οι ανάγκες ενός παιδιού ηλικίας τεσσάρων έως δέκα ετών που μαθαίνει μια ξένη γλώσσα. Η εκμάθηση ξένης γλώσσας σε μικρή ηλικία δεν πρέπει να εξετασθεί από την πλευρά ενός συγκεκριμένου εκπαιδευτικού συστήματος, ούτε από την πλευρά ενός συγκεκριμένου εκπαιδευτικού ιδρύματος, αλλά από μια όσο το δυνατόν γενικότερη άποψη.
Πηγή: infokids.gr