Τη μελέτη του φαινομένου του περιορισμού της γλωσσικής ποικιλομορφίας επιχείρησαν δύο φυσικοί από την Ισπανία δημιουργώντας ένα υπολογιστικό εργαλείο που ποσοτικοποιεί το πρόβλημα και δίνει τη δυνατότητα πρόβλεψης των κοινωνικών επιπτώσεων που επιφέρει η εξαφάνιση κάποιας γλώσσας.
Σύμφωνα με στοιχεία από έρευνες των πανεπιστημίων του Κέμπριτζ και του Κάρντιφ, το 96% του παγκόσμιου πληθυσμού έχει ως κύρια γλώσσα μία εκ του 4% του συνόλου των υπαρχόντων γλωσσών, ενώ το 25% των γλωσσών απειλείται άμεσα αφού ομιλείται από λιγότερους από 1.000 ανθρώπους.
Το πρόβλημα μάλιστα φαίνεται πως επιτείνεται εξαιτίας της παγκοσμιοποίησης και της βελτίωσης της επικοινωνίας μεταξύ των πληθυσμών, κάτι που μπορεί να οδηγήσει στην εξάλειψη ή το δραστικό περιορισμό της χρήσης του 90% από τις 6.000 ομιλούσες γλώσσες, μέχρι το τέλος του αιώνα που διανύουμε.
Οι Χοακίμ Φορτ και Νεούς Ίσερν από τα πανεπιστήμια της Χιρόνα και της Βαρκελόνης αντίστοιχα, χρησιμοποίησαν ορισμένα από τα εργαλεία των μαθηματικών και της φυσικής ώστε να εκτιμήσουν το μέγεθος της γλωσσικής υποκατάστασης, της υποχώρησης δηλαδή της γλώσσας μίας περιοχής όταν έρχεται σε επαφή με μία γλώσσα που προέρχεται από μία γειτονική περιοχή κοινωνικά και οικονομικά ανώτερη.
Το μοντέλο που παρήγαγαν οι δύο Ισπανοί ερευνητές, επιτρέπει την εκτίμηση του κινδύνου εξαφάνισης που υφίσταται μία γλώσσα και με τον τρόπο αυτό βοηθά στην εύρεση λύσεων ώστε να αναστραφεί η καταστροφή της.
Εφαρμόζοντας τη θεωρία τους για την περίπτωση των Ουαλικών, κατέδειξαν πως από το 1961 έως το 1981 τα Αγγλικά επικράτησαν στην περιοχή της Ουαλίας και έγιναν η κύρια γλώσσα επικοινωνίας.
Στο μοντέλο τους χρησιμοποιούν μία σειρά από παραμέτρους προκειμένου να υπολογίσουν τη γεωγραφική μείωση που υφίσταται η χρήση μία γλώσσας, εκτιμώμενη σε χιλιόμετρα ανά χρόνο.
Αξίζει να σημειωθεί πως ένα από τα ευρήματα της έρευνας είναι πως η διαδικασία εξάλειψης μίας γλώσσας μπορεί να αναστραφεί, κάτι που φαίνεται πως έγινε στην περίπτωση των Ουαλικών, με μία σταθεροποίηση των γεωγραφικών της ορίων τη δεκαετία του 1970 και μία ανάκαμψη μετά το 2001.
Οι μελετητές ανέλυσαν και την περίπτωση άλλων τοπικών διαλέκτων (Gaelic και Quechua), δείχνοντας τη σημαντική επιρροή που μπορεί να έχει η πολιτεία στη διάσωση μίας γλώσσας όταν εισάγει προστατευτικά μέτρα για τη συνέχισή της.
Σε ένα επόμενο στάδιο οι ερευνητές υποστηρίζουν πως θα μπορούσε η μέθοδός τους να εφαρμοστεί και στη μελέτη άλλων πολιτισμικών αλλαγών στην οποία υπάρχει παρόμοια σύγκρουση και επικράτηση ενός πολιτισμού έναντι ενός άλλου.
Η έρευνα δημοσιεύεται στο επιστημονικό περιοδικό Journal of the Royal Society.
naftemporiki.gr