Αναμφίβολα, τα τελευταία χρόνια, οι ξένες γλώσσες αποτελούν σημαντικό διαβατήριο για να ενταχθεί κάποιος στην αγορά εργασίας, γιατί προσφέρουν μεγαλύτερο εύρος επικοινωνίας τόσο στο εργασιακό περιβάλλον, όσο και στο χειρισμό υπαρχόντων και εν δυνάμει πελατών. Μάλιστα στις μέρες μας, η μία γλώσσα δεν αρκεί, είναι απαραίτητες οι δύο ξένες γλώσσες. Ενώ, την ίδια στιγμή, οι νέοι άνθρωποι προχωρούν στην εκμάθηση και τρίτης ξένης γλώσσας, για να διευρύνουν τις πιθανότητες επαγγελματικής αποκατάστασης. Αναλογισθείτε πως πλέον η μεγαλύτερη πλειοψηφία των νέων υποψηφίων γνωρίζει χειρισμό Η/Υ, έχει ανώτερη ή ανώτατη εκπαίδευση και γνωρίζει σε ένα ικανοποιητικό επίπεδο συνήθως Αγγλικά. Έτσι, εφόσον ο εν λόγω υποψήφιος δεν διαθέτει μεγάλη προϋπηρεσία κάτι το οποίο είναι αναμενόμενο λόγω του νεαρού της ηλικίας- πρέπει να μπορεί να διαφοροποιήσει το βιογραφικό του σημείωμα και αυτό το πετυχαίνει επενδύοντας σε περισσότερες της μίας γλώσσες. Ειδικά σε τέτοιες περιπτώσεις, τα αντίστοιχα κέντρα και κολέγια εκμάθησης ξένων γλωσσών, όπως και το δικό μας, δίνει στον υποψήφιο ένα σημαντικό οικονομικό αντιστάθμισμα εφόσον επιλέξει να εκπαιδευθεί σε περισσότερες από μία γλώσσες.
Τώρα οι γλώσσες που οι εταιρείες θεωρούν περιζήτητες είναι κατά κύριο λόγο τα αγγλικά, που εξακολουθούν να κατέχουν την πρωτοκαθεδρία. Η γνώση των αγγλικών και μάλιστα σε άριστο γνωστικό επίπεδο δεν θεωρείται πλέον επιθυμητή αλλά απαιτείται από τις επιχειρήσεις σε ποσοστό που αγγίζει σχεδόν το 100%. Παράλληλα, όμως με την Αγγλική ζητούνται και οι ακόλουθες γλώσσες: η Γαλλική γλώσσα, η Γερμανική, η Ισπανική και η Ιταλική γλώσσα.
Όμως, το τελευταίο διάστημα, ολοένα και αυξανόμενο ενδιαφέρον παρουσιάζει η ζήτηση της Κινεζικής γλώσσας -ας μην ξεχνούμε πως η Κίνα είναι η υπερδύναμη της επόμενης δεκαετίας-, της Αραβικής και αρκετά πλέον και της Ρωσικής γλώσσας. Οι προοπτικές συνεργασίας του ελληνικού κράτους, αλλά και του επιχειρηματικού κόσμου με αυτές τις χώρες, είναι κίνητρο για την επιλογή εκμάθησης των αντίστοιχων γλωσσών. Φυσικά το να εργαστεί κάποιος σε ανάλογο περιβάλλον, όπως για παράδειγμα στη Μέση Ανατολή, τα Αραβικά Εμιράτα, την Κίνα κ.α., αυτό μπορεί να καλυφθεί με πολύ καλή γνώση της Αγγλικής γλώσσας, αλλά σίγουρα η εντόπια γλώσσα, καλύπτει τις ανάγκες της καθημερινής επικοινωνίας και οπωσδήποτε τις κοινωνικές επαφές και κατά κάποιο τρόπο και τις δημόσιες σχέσεις.
Το ίδιο ακριβώς ισχύει και για την Τουρκική και τις υπόλοιπες πιο ειδικές γλώσσες. Όμως σήμερα σε μία τόσο ανταγωνιστική και παγκοσμιοποιημένη αγορά, τόσο οι νέοι άνθρωποι όσο και οι επαγγελματίες έχουν αντιληφθεί πώς μόνο με την καλή χρήση της Αγγλικής γλώσσας δεν διαφοροποιούν αισθητά το βιογραφικό τους σημείωμα. Καταλαβαίνουν ότι χρειάζεται κάτι παραπάνω. Θέλοντας, λοιπόν, να γίνουν περισσότερο ανταγωνιστικοί στην αγορά εργασίας επενδύουν και σε μία δεύτερη γλώσσα, η οποία συνήθως είναι τοπική γλώσσα, χωρών που, στην παρούσα φάση, παρουσιάζουν υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης και προσελκύουν διεθνείς επενδύσεις.