ΠΕΕΜΠΙΠ
Ενόψει των μνημονιακών μέτρων που πρόκειται να δυσχεράνουν ακόμα περισσότερο τις συνθήκες εργασίας και διαβίωσης κάθε εργαζομένου, η Πανελλήνια Ένωση Επαγγελματιών Μεταφραστών Πτυχιούχων Ιονίου Πανεπιστήμιου (ΠΕΕΜΠΙΠ) αισθάνεται την ανάγκη να επισημάνει τις δυσμενείς συνθήκες που επικρατούν στον ευρύτερο μεταφραστικό κλάδο.
Σε μια εποχή που χαρακτηρίζεται από ραγδαίες οικονομικοπολιτικές εξελίξεις και υψηλή αβεβαιότητα, καλούμαστε να αντεπεξέλθουμε και να επιβιώσουμε πασχίζοντας να καλύψουμε τα δυσανάλογα βάρη που έχουμε επιφορτιστεί, ενώ σε περίπτωση αδυναμίας κάλυψης αυτών των υποχρεώσεων, παραμένουμε αβοήθητοι με αποτέλεσμα να διογκώνονται τα χρέη χωρίς ελπίδα αποπληρωμής. Ο ρόλος των μεταφραστών είναι ουσιαστικός και καθοριστικός στην καθημερινότητά μας, καθώς πάμπολλες δραστηριότητες και συναλλαγές εμπεριέχουν σε κάποιο στάδιό τους τη μεταφραστική διαδικασία: από τη μετάφραση λογοτεχνικών έργων και τον υποτιτλισμό οπτικοακουστικών έργων έως τη μετάφραση εγγράφων ιδιωτών με σκοπό π.χ. τη μετανάστευση ή τις σπουδές στο εξωτερικό, τη μετάφραση προωθητικού υλικού και υλικού τεκμηρίωσης για εισαγόμενα ή εξαγόμενα προϊόντα (τρόφιμα, φαρμακευτικά προϊόντα, τεχνολογικά είδη κ.ά.), τη μετάφραση δικογράφων στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας ή ακόμα τη μετάφραση για τη σύναψη διεθνών συμφωνιών ή την προώθηση υπηρεσιών, όπως στο νευραλγικό τομέα του τουρισμού.
Ως μεταφραστές, μπορεί να είμαστε ελεύθεροι επαγγελματίες (σε ποσοστό 75%) και να εργαζόμαστε ως αυτοαπασχολούμενοι ή να διατηρούμε μικρές ατομικές επιχειρήσεις σε μια ασθμαίνουσα και δυσλειτουργική αγορά· ιδιωτικοί υπάλληλοι και να αντιμετωπίζουμε συνεχώς περικοπές και εργασιακή αβεβαιότητα· καθώς επίσης δημόσιοι υπάλληλοι με διάφορες άλλες προκλήσεις πέραν των περικοπών στο μισθό μας, όπως συρρίκνωση των θέσεων για μεταφραστές και διερμηνείς και συνεπακόλουθη μείωση της απορρόφησης των πτυχιούχων στην αγορά εργασίας, εσωτερικές πιέσεις για μετακινήσεις σε θέσεις διοικητικού (ώστε να εκλείψουν οι μεταφραστικές θέσεις, και δη πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, σε μια προσπάθεια εσωτερικών περικοπών στο δημόσιο), ακόμα και ανακολουθία στην αδειοδότηση για «άσκηση ιδιωτικού έργου», μια λύση που θα έδινε τη δυνατότητα συμπλήρωσης του οικογενειακού εισοδήματος. Παράλληλα, πρέπει να αντιμετωπίζουμε την αναισθησία του συστήματος, όπως για παράδειγμα την απευθείας κατάσχεση ολόκληρης της αμοιβής ελεύθερου επαγγελματία που συναλλάσσεται με το Δημόσιο αλλά δεν μπορεί να πάρει φορολογική ενημερότητα λόγω χρεών είτε στην Εφορία (ΦΠΑ) είτε στον ΟΑΕΕ (ως απόρροια των μη αναλογικών εισφορών), αποστερώντας του το δικαίωμα να ζήσει αυτός και η οικογένειά του από την εργασία του. Δεν είναι λίγοι οι συνάδελφοι που έχουν ήδη κλείσει τα βιβλία τους ή ετοιμάζονται να το κάνουν επειδή αδυνατούν να αποπληρώσουν τα χρέη τους στον ΟΑΕΕ και την Εφορία, καθώς αυτά διογκώνονται ενώ τα κέρδη τους μειώνονται.
Με όποιον τρόπο κι αν απασχολείται ένας μεταφραστής στην αγορά εργασίας αντιμετωπίζει ζητήματα ίσως σε διαφορετικό επίπεδο, αλλά εξίσου καίρια για την άσκηση του έργου του, το μέλλον του ως εργαζομένου, αλλά και την επιβίωσή του ως Έλληνα πολίτη. Αναμετριέται καθημερινά, μεταξύ άλλων, με δυσανάλογες φορολογικές επιβαρύνσεις, άνευ ουσιώδους ανταλλάγματος επαχθείς ασφαλιστικές εισφορές, αβεβαιότητα πληρωμών, διαρκή πάλη για την εξασφάλιση και διεκδίκηση των δεδουλευμένων, capital controls κ.λπ.
Οι ασφαλιστικές εισφορές ξεκινούν από 245,20 ευρώ μηνιαίως για τους νέους επαγγελματίες και φτάνουν τα 605,64 ευρώ μηνιαίως για την ανώτατη κλίμακα, ενώ καταβάλλονται κάθε δίμηνο, ανεξαρτήτως εισοδήματος. Στην εισφορά αυτή συμπεριλαμβάνεται και το ποσό των 30 ευρώ υπέρ ανέργων. Δεδομένου ότι οι προϋποθέσεις για να λάβει κανείς το επίδομα του ταμείου ανεργίας είναι πολύ αυστηρές και τα κριτήρια πολύ συγκεκριμένα, ελάχιστοι μεταφραστές έχουν πρακτικά τη δυνατότητα να επωφεληθούν από αυτό. Το ποσό αυτό ουσιαστικά δεν επιστρέφει ποτέ στον ασφαλιζόμενο μεταφραστή, αλλά χρησιμοποιείται για να καλυφθούν άλλες τρύπες των δημόσιων ελλειμμάτων. Η συζήτηση για καταβολή των εισφορών μηνιαίως παραμένει στον αέρα. Και ενώ οι εισφορές στο ασφαλιστικό ταμείο των ελεύθερων επαγγελματιών παραμένουν στα ύψη και είναι δυσανάλογες του τζίρου, δεν προσφέρουν καμία ουσιαστική κάλυψη και κανένα εχέγγυο για τον ασφαλιζόμενο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η μητρότητα, ένα ζήτημα καίριας σημασίας για έναν κλάδο που είναι κατά κύριο λόγο γένους θηλυκού. Οι αυτοαπασχολούμενες γυναίκες, άμεσα ασφαλισμένες του Ο.Α.Ε.Ε., δικαιούνται λόγω κυοφορίας και λοχείας μηνιαίο επίδομα μητρότητας ύψους 150 ευρώ, για χρονικό διάστημα τεσσάρων (4) μηνών, και καταβολή μειωμένων κατά 50% ασφαλιστικών εισφορών για ένα χρόνο μετά τη γέννηση κάθε παιδιού. Προϋπόθεση για αυτό είναι οι ενδιαφερόμενες να είναι ασφαλιστικά ενήμερες (να μην χρωστούν ή να έχουν ρυθμίσει τις οφειλές και να καταβάλλουν τις δόσεις βάσει της ρύθμισης) κατά την ημερομηνία του τοκετού. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι η νέα μητέρα οφείλει να επιστρέψει στην εργασία της από την πρώτη μέρα μετά τον τοκετό, καθώς οι εισφορές τρέχουν και όλες οι ανάγκες καλύπτονται μόνο από την εργασία της. Δεν λαμβάνει κανείς υπόψη αν μια νέα μητέρα είναι σε θέση να ανταποκριθεί στις επαγγελματικές της υποχρεώσεις με τα απαιτητικά ωράρια μόλις 4 μήνες μετά τον τοκετό.Όσο για το ζήτημα της συνταξιοδότησης, τα 35-40 απαιτούμενα έτη αποδεδειγμένης εργασίας αποτελούν ουτοπία, δεδομένου ότι ένας επαγγελματίας μεταφραστής περατώνει τις προπτυχιακές σπουδές στην καλύτερη περίπτωση στα 22, εργάζεται πυρετωδώς, άνευ ωραρίου, με πιεστικά χρονοδιαγράμματα και απαιτήσεις, για να φτάσει στην ηλικία συνταξιοδότησης και να λάβει κατώτατη σύνταξη 400 ευρώ περίπου.
Όσον αφορά τη φορολογία, ισχύει και για τον κλάδο των μεταφραστών ό,τι και για τους υπόλοιπους ελεύθερους επαγγελματίες, χωρίς δυστυχώς να γίνεται κανένας διαχωρισμός βάσει κλάδου. Συγκεκριμένα, φημολογείται αύξηση του συντελεστή του φόρου εισοδήματος για τα κέρδη από επιχειρηματική δραστηριότητα από το 26% στο 29% από το πρώτο ευρώ, καθώς και αύξηση στο ποσοστό της προκαταβολής φόρου για τα εισοδήματα του 2015, από το 55% στο 75% ή ακόμα και στο 100% σύμφωνα με ορισμένες προτάσεις. Η προπληρωμή φόρου του επόμενου έτους αποτελεί ένα ακόμη φλέγον ζήτημα, καθώς ο συμψηφισμός γίνεται με καθυστέρηση και σε περίπτωση δυσαναλογίας εισοδήματος-φόρου, το ποσό αυτό δεν επιστρέφεται ποτέ με τα σημερινά δεδομένα. Στο φορτίο αυτό έρχονται να προστεθούν και η εισφορά αλληλεγγύης και το τέλος επιτηδεύματος. Σε συνδυασμό με τον ΦΠΑ και την κατάργηση του αφορολόγητου, περισσότερο από το 50% των εσόδων καταλήγουν στην εφορία, μειώνοντας έτσι τη ρευστότητα του επαγγελματία και δημιουργώντας αντικίνητρα για την ανάπτυξη και την επέκταση της δραστηριότητάς του, ακόμη κι όταν υπάρχει η δυνατότητα αυτή, δεδομένου ότι η ζήτηση γλωσσικών υπηρεσιών και μετάφρασης παρουσιάζει ισχυρά αυξητικούς δείκτες τα τελευταία χρόνια.
Και μέσα στον κυκεώνα των εξελίξεων έχουν προστεθεί οι έλεγχοι κεφαλαίων (capital controls). Ένα ακόμη εμπόδιο στο επάγγελμα του μεταφραστή, που αδυνατώντας να εξυπηρετήσει και να εξυπηρετηθεί από πελάτες και συνεργάτες του εξωτερικού, χάνει έσοδα και κύρος, ενώ παράλληλα ασκούνται αθέμιτες πιέσεις στις αμοιβές του ακόμα και στη διεθνή αγορά, καθώς δημιουργείται η εντύπωση ότι ο Έλληνας επαγγελματίας «βρίσκεται σε ανάγκη» και θα «δεχθεί να δουλέψει για ένα κομμάτι ψωμί».
Δεν θα πρέπει να παραλείψουμε, επίσης, να αναφέρουμε την εκμετάλλευση των νεοεισερχόμενων επαγγελματιών μέσω του συστήματος της «πρακτικής άσκησης – μαθητείας». Κάποιες εταιρείες, θέλοντας να μεγιστοποιήσουν τα κέρδη τους και να μειώσουν αντίστοιχα τα λειτουργικά κόστη, καλούν νέους μεταφραστές να εργαστούν αμισθί, με το δόλωμα της «απόκτησης εργασιακής εμπειρίας» και μια κάποια κατάρτιση, με αποτέλεσμα να έχουν περισσότερους μαθητευόμενους απ’ ό,τι έμμισθο προσωπικό, τους οποίους και ανακυκλώνουν διαρκώς. Η στρέβλωση της αγοράς είναι ως εκ τούτου αναπόφευκτη. Η Πολιτεία οφείλει επιτέλους να ρυθμίσει το συγκεκριμένο ζήτημα, παρεμβαίνοντας και σταματώντας τον εργασιακό αυτό μεσαίωνα. Η έκθεση του νέου εργαζομένου σε ένα τέτοιο περιβάλλον οδηγεί στη διαμόρφωση στρεβλής εντύπωσης για τις εργασιακές σχέσεις, ο νεοεισερχόμενος απευαισθητοποιείται, μειώνονται τα αντανακλαστικά διεκδίκησης των δικαιωμάτων του και χάνεται δυστυχώς η ικανότητα του να λειτουργεί συλλογικά. Δημιουργείται επίσης, η εντύπωση ότι αυτός είναι ο μόνος τρόπος εργασίας και οδηγούμαστε με μαθηματική ακρίβεια στην αποεπαγγελματοποίηση, καθώς χάνεται ο έλεγχος του επαγγέλματος και της εργασίας.
Ο μεταφραστικός κλάδος βιώνει καθημερινά τις επιπτώσεις της κρίσης και εκφράζει την ανησυχία του για την πορεία των οικονομικοπολιτικών εξελίξεων και τις επιπτώσεις τους. Ωστόσο, οι μεταφραστές παραμένουμε ενωμένοι και αλληλέγγυοι, μαχόμενοι για την προάσπιση των δίκαιων εργασιακών μας αιτημάτων, με σκοπό την προστασία του εργαζομένου και των δικαιωμάτων του όπου κι αν απασχολείται, σε όποιον τομέα των μεταφραστικών υπηρεσιών κι αν ειδικεύεται.