Δ Ε Λ Τ Ι Ο Τ Υ Π Ο Υ
Θέμα: Η θέση του Προεδρείου της ΠΟΣΔΕΠ για το χώρο της μεταλυκειακής εκπαίδευσης & κατάρτισης και την παράνομη λειτουργία δήθεν «ιδιωτικών πανεπιστημίων» .
Το Προεδρείο της ΠΟΣΔΕΠ εκφράζει την αγανάκτησή του για τις αυθαίρετες και άκρως αντισυνταγματικές ενέργειες της Πολιτείας και ειδικά του Υπουργού Παιδείας στο θέμα της αναγνώρισης των διαφόρων επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στο χώρο της μεταλυκειακής εκπαίδευσης και κατάρτισης, ουσιαστικά ως κερδοσκοπικά Ιδιωτικά Πανεπιστήμια. Από την πρώτη στιγμή της θητείας του στο Υπουργείο Παιδείας ο κύριος Αρβανιτόπουλος περιβάλλει με περισσή φροντίδα, αλλά και «αποτελεσματικότητα», όλα τα «αυθαίρετα» της μεταλυκειακής εκπαίδευσης. Έτσι, βλέπουμε στο Νόμο 4076/2012 (άρθρο 9) να νομοθετεί όλες τις αναγκαίες διευθετήσεις -κάποιες ίσως και φωτογραφικές- με τις οποίες νομιμοποιεί συγκεκριμένες αυθαίρετες πράξεις και λειτουργίες των Κολεγίων. Κατόπιν, με διατάξεις που ενσωματώθηκαν μέσα στον Νόμο 4093/2012 (Έγκριση Μεσοπρόθεσμου), ενώ δεν έχουν σχέση με το Μεσοπρόθεσμο, ούτε επιβάλλονται από κάποια υποχρέωση συμμόρφωσης με το ευρωπαϊκό δίκαιο, και πολύ περισσότερο στη συνέχεια, με την Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου, η Πολιτεία προχωρεί σε πλήρη ανατροπή της δομής της Ανώτατης Εκπαίδευσης στη χώρα μας, παραβιάζοντας κατάφωρα το Σύνταγμα (Άρθρο 16) αλλά και τους Νόμους, που έχει ψηφίσει το Ελληνικό Κοινοβούλιο.
Πιο συγκεκριμένα:
35] Ο Νόμος 4096 μετονομάζει τα Κέντρα Μεταλυκειακής Εκπαίδευσης ξανά σε Κολέγια, ενώ με περίπλοκες φραστικά διατυπώσεις τα εξαιρεί από την Οδηγία 2005/36 για τις επαγγελματικές ισοτιμίες και τους παρέχει επαγγελματική ισοτιμία (υποπαράγραφος Θ.16).
35] Επίσης περιλαμβάνει στην κατηγορία των Κολεγίων, που ρητά προσδιορίζει ως «παρόχους υπηρεσιών μη τυπικής μεταλυκειακής εκπαίδευσης και κατάρτισης», και όσους προσφέρουν προγράμματα που δίνουν μεταπτυχιακό ή διδακτορικό δίπλωμα.
35] Μόλις μια εβδομάδα αργότερα καταργείται με την Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου (ΠΝΠ) του Υπουργικού Συμβουλίου, η διάταξη του Νόμου 4096, που διευκρίνιζε ότι τα κάθε είδους «πτυχία» (τίτλοι, πιστοποιητικά σπουδών, βεβαιώσεις) που εκδίδουν τα κολέγια (πάροχοι μη τυπικής εκπαίδευσης) «δεν είναι ισότιμα με τους τίτλους που χορηγούνται στο πλαίσιο του ελληνικού συστήματος τυπικής εκπαίδευσης».
35] Επιπλέον στη θέση της διάταξης αυτής εισάγεται μια ασαφής διατύπωση ότι τα ανωτέρω «πτυχία» «δύνανται της αναγνώρισης επαγγελματικής ισοδυναμίας τίτλων ανώτατης εκπαίδευσης του ελληνικού συστήματος τυπικής εκπαίδευσης», σύμφωνα με την υποπαράγραφο Θ.16.
Βλέπουμε λοιπόν ένα Υπουργείο Παιδείας, με τη συνέργεια, τη σιωπή ή την άγνοια όλων των πολιτικών δυνάμεων, και με τη σοβαρή νομική και άλλη υποστήριξη των ενδιαφερομένων, να οικοδομεί στην Ανώτατη Εκπαίδευση και να επισημοποιεί, με περισσή μάλιστα σπουδή, δίπλα στο δημόσιο σύστημα τυπικής εκπαίδευσης, ένα παράλληλο εμπορικό (κερδοσκοπικό) σύστημα μη τυπικής εκπαίδευσης, αυτό των 42 «Κολεγίων», που λειτουργεί με συμφωνίες δικαιόχρησης και δεν υπάγεται στον ίδιο ποιοτικό έλεγχο. Και όλα αυτά συμβαίνουν τη στιγμή που είναι γνωστό ότι:
1) Μπορεί μεν η σχετική Ευρωπαϊκή Οδηγία και το Δικαστήριο Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΔΕΚ), να επιβάλλουν την υπό όρους αναγνώριση των επαγγελματικών προσόντων όσων κατέχουν πανεπιστημιακούς τίτλους από ιδρύματα της Ε.Ε., ακόμη και αν τμήμα των σπουδών τους έχει πραγματοποιηθεί σε μη πανεπιστημιακούς φορείς. Όμως, ούτε το ευρωπαϊκό δίκαιο ούτε το ΔΕΚ επιβάλλουν -και βέβαια δεν θα μπορούσαν να επιβάλουν- στα κράτη-μέλη τον τρόπο οργάνωσης της εθνικής τους εκπαίδευσης, συμπεριλαμβανομένης της τριτοβάθμιας.
2) η Ελλάδα δεν υποχρεούται να ανέχεται τη λειτουργία ούτε, πολύ περισσότερο, να αναγνωρίζει φορείς παροχής Ανώτατης Παιδείας διαφορετικούς από αυτούς που προσδιορίζονται από το Σύνταγμα και την εθνική νομοθεσία.
3) οι περίφημες συμβάσεις δικαιόχρησης (franchising) ιδιωτών με πανεπιστήμια του εξωτερικού δεν ρυθμίζονται ούτε από το ευρωπαϊκό ούτε από το ελληνικό δίκαιο. Επομένως, η ίδρυση και λειτουργία τέτοιων μορφωμάτων μπορεί να απαγορευθεί χωρίς η χώρα να αντιμετωπίζει πρόβλημα συμμόρφωσης προς τις ευρωπαϊκές της υποχρεώσεις.
4) στην Πορτογαλία, για παράδειγμα, αφού για μια χρονική περίοδο είχε επιτραπεί η δικαιόχρηση και είχε λειτουργήσει ένας δυσανάλογα μεγάλος αριθμός κολεγίων, στη συνέχεια αναγκάστηκαν να κλείσουν σχεδόν όλα χωρίς η χώρα να υποστεί καμιά κύρωση από την ΕΕ και να απαγορεύσει τη δικαιόχρηση. Επίσης στην Ιταλία, δεν επιτρέπονται εκπαιδευτικές δραστηριότητες στο χώρο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης που να μην τελούν υπό τον απόλυτο έλεγχο της Πολιτείας. Το σύνολο των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων δημόσιων (55) και ιδιωτικών (14) πιστοποιείται και αξιολογείται από την ίδια εθνική αρχή και δεν επιτρέπεται η δικαιόχρηση.
5) η Πολιτεία με το σχέδιο «ΑΘΗΝΑ» ανοίγει με γοργά βήματα το θέμα της χωροταξικής αναδιάρθρωσης των 40 Ανώτατων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων, με βάση -ελπίζουμε- αρχές στρατηγικού και αναπτυξιακού σχεδιασμού, του οποίου η υλοποίηση δεν είναι δυνατόν να επαφίεται ή να καθορίζεται από ιδιωτικές επιχειρηματικές κινήσεις.
Πιστεύουμε ότι, ειδικά στην εποχή μας, είναι απαραίτητη η ύπαρξη ενός καλά οργανωμένου, αποτελεσματικού και ευέλικτου συστήματος Μεταλυκειακής Εκπαίδευσης και Κατάρτισης. Στο πλαίσιο αυτό, το υπάρχον θεσμικό πλαίσιο δεν καλύπτει το ουσιαστικό θεσμικό κενό, που για πολλές δεκαετίες υπάρχει στη μεταλυκειακή εκπαίδευση και κατάρτιση. Επομένως το Υπουργείο Παιδείας οφείλει να παρέμβει θεσμικά, στο χώρο της Μεταλυκειακής Εκπαίδευσης και Κατάρτισης, εντός του πλαισίου της Οδηγίας 2005/36/ΕΚ και μόνο, για να εκλείψουν τα ποικίλα αρνητικά φαινόμενα, ώστε να μη φτάσουμε στο σημείο της αναγνώρισης των πάντων χωρίς κανόνες και όρια.
Λαμβάνοντας υπόψη τις παλαιότερες αποφάσεις των οργάνων της Ομοσπονδίας καθώς και τις πρόσφατες εξελίξεις στο σχετικό θέμα ζητούμε από το Υπουργείο Παιδείας:
1. Να αποσύρει όλο το αποικιακού τύπου και καθαρά αντισυνταγματικό θεσμικό πλαίσιο, όπως ο Νόμος 3696/2008 για τα Κολέγια, το άρθρο 9 του Νόμου 4076/2012 και οι πρόσφατες διατάξεις του Μεσοπρόθεσμου καθώς και της Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου, που ουσιαστικά επιτρέπουν την ίδρυση εμπορικών ιδιωτικών πανεπιστημίων στην Ελλάδα.
2. Να απαγορεύσει τη λειτουργία των επιχειρήσεων μεταλυκειακής εκπαίδευσης και κατάρτισης, που αφορά συνεργασία δικαιόχρησης (franchising) με ξένα πανεπιστήμια.
3. Να θεσμοθετήσει και να εφαρμόσει ουσιαστικό έλεγχο, αξιολόγηση και πιστοποίηση από αντίστοιχη εθνική ανεξάρτητη αρχή για οποιαδήποτε εκπαιδευτική λειτουργία επιτελείται εντός της ελληνικής επικράτειας. Η προσφυγή αποκλειστικά σε ξένες αρχές αξιολόγησης υποτιμά το επίπεδο του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος, ενώ συγχρόνως προσβάλλει βάναυσα την εθνική αξιοπρέπεια και αποπνέει χαρακτηριστικά δουλικότητας της εποχής της αποικιοκρατίας!
Για να μην βρεθούμε στην ανάγκη να θεωρήσουμε ότι η Ελλάδα είναι η χώρα με την παγκόσμια πρωτοτυπία να διαθέτει έναν Υπουργό αλλά και ένα ολόκληρο «Υπουργείο των Ιδιωτικών Πανεπιστημίων» και μάλιστα στην εποχή της μεγάλης κρίσης.
Θεωρούμε υποχρέωσή μας στις κρίσιμες στιγμές που περνά η χώρα να ενημερώσουμε την ελληνική οικογένεια – ειδικά αυτή με μέσο και χαμηλό εισόδημα- που εξετάζει το ενδεχόμενο να αναθέσει τη μεταλυκειακή μόρφωση των παιδιών της σε επιχειρήσεις αυτής της μορφής, να είναι ιδιαίτερα προσεκτική και να εξετάζει με περίσκεψη όσα αυτές απλόχερα υπόσχονται. Οι επιχειρήσεις αυτές κατά το νόμο μπορούν να απασχολούν εκπαιδευτικό προσωπικό με απαράδεκτα μειωμένα προσόντα, ενώ οι αξιολογήσεις ποιότητας που γίνονται από φορείς του εξωτερικού είναι αμφισβητούμενες –με βάση καταγεγραμμένες δηλώσεις στελεχών αυτών των εταιρειών. Άλλωστε ιστορικά είναι γνωστό ότι νόμοι που εύκολα χτίζονται, πιο εύκολα γκρεμίζονται!
Τέλος, δηλώνουμε ότι στην προσεχή Συνεδρίαση της Διοικούσας Επιτροπής της ΠΟΣΔΕΠ (4 Δεκεμβρίου 2012), θα εισηγηθούμε την προσφυγή της Ομοσπονδίας στο Συμβούλιο της Επικρατείας μαζί με την ΟΣΕΠ/ΤΕΙ. Επίσης θα ζητήσουμε την κατάθεση της προσφυγής από κοινού με εκπροσώπους και θεσμικά όργανα των ΑΕΙ, δηλαδή τη Σύνοδο Πρυτάνεων Πανεπιστημίων, τη Σύνοδο Προέδρων ΤΕΙ και τα Συμβούλια των Ιδρύματος των ΑΕΙ.
Ο Πρόεδρος
Νικόλαος Μ. Σταυρακάκης
Καθηγητής Ε.Μ.Π.
Η Γραμματέας
Ευγενία Μπουρνόβα
Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Ε.Κ.Π.Α.