Η τελευταία από τις ηλικίες κλειδιά που έχουν επιλεγεί για τον προληπτικό έλεγχο της ανάπτυξης των παιδιών είναι η ηλικία των 5 ετών. Στόχος αυτού του ελέγχου είναι να εντοπιστούν εκείνα τα παιδιά που ανήκουν στην ομάδα αυξημένου κινδύνου και τα οποία με την έναρξη του σχολείου θα παρουσιάσουν κάποια μορφή ειδικής δυσκολίας μάθησης (ΕΔΜ). Σύμφωνα με το Warnock Report (1978) και το Fedral Register(1977)παιδιά με ΕΔΜ θεωρούνται εκείνα τα οποία παρουσιάζουν διαταραχή σε μια ή περισσότερες από τις βασικές ψυχολογικές και γνωστικές λειτουργίες και γλωσσικές διεργασίες που περιλαμβάνονται στην κατανόηση και χρήση του προφορικού και του γραπτού λόγου. Τα προβλήματα μάθησης αυτών των παιδιών δεν είναι αποτέλεσμα οπτικών, ακουστικών ή κινητικών δυσλειτουργιών η νοητικής υστέρησης, ή συναισθηματικής διαταραχής, ή πολιτισμικής αποστέρησης – παρά ταύτα όμως παρουσιάζουν μειωμένη σχολική επίδοση. Τα παιδιά με ΕΔΜ παρουσιάζουν μια δυσπροσάρμοστη εικόνα σ’ ότι αφορά πρακτικές επιδεξιότητες και γλωσσικές ικανότητες με αποτέλεσμα να υπάρχει διαφοροποίηση μεταξύ της ικανότητας-δυνατότητας και της επίτευξης-επίδοσης στην μαθησιακή τους εξέλιξη.
Αυτός ο πρόλογος θέλει να επισημάνει την διαδικασία που θα έπρεπε να ακολουθεί κάθε εκπαιδευτικό σύστημα για την πρόληψη μέτρων – απευθυνόμενο στο 25% με 30% του σχολικού πληθυσμού από το νηπιαγωγείο μέχρι τις πρώτες τάξεις του δημοτικού. Σ’ αυτές τις ηλικίες η διεπιστημινική διάγνωση βοηθά τον εκπαιδευτικό να μεθοδεύσει το μάθημα της αριθμητικής, της γραφής και ανάγνωσης ανάλογα. Εξελικτικά οι ανάγκες θα διαφοροποιούνται αλλά το παιδί θα είναι ήδη ενταγμένο ανώδυνα μέασα στην τάξη και ο εκπαιδευτικός – γνωρίζοντας το εξελικτικό μαθησιακό προφίλ του κάθε παιδιου δημοτικού. Σ’ αυτές τις ηλικίες η διεπιστημονική διάγνωση βοηθά τον εκπαιδευτικό να μεθοδεύσει το μάθημα της αριθμητικής, της γραφής και ανάγνωσης ανάλογα. Εξελικτικά οι ανάγκες θα διαφοροποιούνται ααλά το παιδί θα είναι ήδη ενταγμένο ανώδυνα μέσα στην τα’αξη και ο εκπαιδευτικός – γνωρίζοντας το εξελικτικό μαθησιακό προφίλ το υκάθε παιδιού με μαθησιακή ιδιαιτερότητα, θα μπορεί να ελίσσεται ανάλογα.
Το εκπαιδευτικό μας σύστημα όμως δεν έχει φθάσει ακόμη σ’ αυτά τα επίπεδα λειτουργίας, επομένως οι μαθησιακές δυσκολίες μονοπωλούνται από το ήθος του κάθε σχολείου και τα πιστεύω του κάθε εκπαιδευτικού. Συγκεκριμένα ο τρόπος που αντιλαμβάνεται και αντιμετωπίζει ο κάθε εκπαιδευτικός την μαθησιακή δυσκολία έχει άμεση σχέση με τους εξής παράγοντες:
· Το πόσο καλά ξέρει ο εκπαιδευτικός το παιδί, και τι πείρα έχει από τη «μαθησιακή» εικόνα του παιδιού και το μαθησιακό προφίλ παιδιών με παρόμοια (κατά την γνώμη του) προβλήματα.
· Οι θεωρίες του, γνώσεις και τα πιστεύω του πάνω στις μαθησιακές διαδικασίες, και το τι θεωρεί «μαθησιακά προβλήματα» μέσα σ’ αυτά τα πλαίσια.
· Τους νόμους καλής ή κακής μαθησιακής απόδοσης που καθορίζονται από τις προσωπικές και κοινωνικές του αξίες και που επηρεάζουν τις σχέσεις του με τα παιδιά, και τον τρόπο με τον οποίο τα αξιολογεί.
· Το κλίμα ολόκληρου του σχολείου, οι σχέσεις γονιών και εκπαιδευτικών (δηλ. τι περιμένουν οι γονείς από το σχολείο, και συγκεκριμένα τον εκπαιδευτικό), οι προσδοκίες των εκπαιδευτικών από τα παιδιά – παράγοντες δηλαδή που επηρεάζουν την συμπεριφορά, αξιολόγηση και την κρίση του εκπαιδευτικού.
Η πρόληψη μέτρων, η ετοιμότητα και ευελιξία, η διάθεση για αναθεώρηση της συμπεριφοράς και του τρόπου /μεθοδολογίας παράδοσης, η συνειδητή αυτοαξιολόγηση και η δημοτικότητα της στάσης του εκπαιδευτικού είναι τα βασικότερα στοιχεία για μια πτυχή αντιμετώπιση της μαθησιακής ανομοιομορφίας μέσα στην τάξη. Δεν υπάρχουν λύσεις ‘προκατασκευασμένες’ σε κονσερβοκούτια προγραμμάτων. Το κάθε παιδί είναι μοναδικό στον τρόπο που λειτουργεί και αντιλαμβάνεται τη γλώσσα. Για τους εκπαιδευτικούς όλες οι θεωρίες στέκουν, όλα τα προγράμματα, όλες οι μέθοδοι είναι αρεστοί – φθάνει να βρουν ποιοι συνδυασμοί, μεταποιήσεις, αναπροσαρμογές και μετατροπές αυτών των ‘λύσεων’ θα βοηθήσουν στις συγκεκριμένες και ιδιαίτερες ανάγκες του κάθε παιδιού. Είναι έργο δύσκολο αλλά εφικτό.
Δυσκολίες Μάθησης
Οι δυσκολίες Μάθησης καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα ιδιαιτεροτήτων και συσχετίζονται με διαφορετικούς παράγοντες που πολλές φορές μπορεί να συνυπάρχουν. Οι δυσκολίες αυτές μπορεί να είναι γενικής φύσεως (π.χ. περιορισμένη νοητική ικανότητα) ή ειδικής φύσεως (π.χ. Δυσλεξία)
ΑΙΤΙΑ (τα πιο γνωστά)
- Περιορισμένη νοητική ικανότητα
- Ψυχογενείς ή/και ψυχιατρικοί παράγοντες
- Περιβαντολλοντικοί ή εξωγενείς παράγοντες
- Δυσλεξία
- Σύνδρομο Ελειματικής Προσοχής και Υπερκινητικότητας
- Ειδικές Γλωσσικές διαταραχές
- Αισθητηριακή ανεπάρκεια (όραση ή/και ακοή)
- Διάφορα άλλα αίτια
ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΟΛΟΓΙΑ (τα συνηθέστερα χαρακτηριστηκά)
Χαρακτηριστικά συμπτώματα που μπορεί να υποδηλώνουν Δυσκολίες Μάθησης είναι:
- Αργός ρυθμός πρόσληψης/καταγραφής ή/και επεξεργασίας γλωσσικών πληροφοριών (άκουσμα ή/και ανάγνωσμα)
- Αργός ρυθμός οργανωτικής αντίδρασης
- Δυσκολία στην οργάνωση σκέψης και κεκτημένων γνώσεων και στη μεταφορά τους στο γραπτό η/και προφορικό επίπεδο.
- Δυσκολία στην κατανόηση και επεξεργασία αυτών που ακούει η/και διαβάζει
- Δυσκολία στην άσκηση της ανάγνωσης (αυτό αφορά δυο σκέλη της αναγνωστικής διαδικασίας: είτε στο να διαβάσει λέξεις, είτε στο να κατανοήσει αυτό που έχει διαβάσει)
- Δυσκολία στην ορθογραφία (ενώ τα ξέρει τα γράφει λάθος!)
- Δυσκολία ή/και αργός ρυθμός στην άσκηση της γραφής
- Δυσκολία στη γραπτή επεξεργασία ιδεών ή/και κεκτημένων γνώσεων (προβλήματα στη δομή, σύνταξη και διατύπωση του γραπτού λόγου)
- Δυσχέρεια στην κατανόηση χωρο-χρονικών εννοιών
- Δυσχέρεια στην κατανόηση αριθμητικών εννοιών
- Δυσκολία στην μνήμη (αποστήθιση, απομνημόνευση πληροφοριών, άμεση εκτελεστική και μακροπρόθεσμη μνήμη)
- Δυσκολία στην εύρεση και χρήση των κατάλληλων λέξεων
- Χαμηλή σχολική επίδοση που δεν αντανακλά τις πραγματικές ικανότητες του παιδιού
- Χαμηλή επίδοση σε εξετάσεις, διαγωνίσματα και σχολικές δοκιμασίες όπου το παιδί καλείται να λειτουργήσει κάτω από αγχωτικές συνθήκες και περιορισμένα χρονικά όρια
ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ
Οι δυσκολίες Μάθησης, εκτός από την σχολική αποτυχία, δημιουργούν πολύ συχνά και δευτερογενή ψυχολογικά προβλήματα:
- Χαμηλή αυτοπεποίθηση και αυτοεκτίμηση
- Απομόνωση και περιθωριοποίηση από την ομάδα των συνομηλίκων
- Αρνητική εικόνα εαυτού
- Συναισθηματικές διαταραχές
- Προβληματική συμπεριφορά
ΔΙΑΓΝΩΣΗ
Η σωστή διαγνωστική προσέγγιση πρέπει να είναι διαφορική, δηλαδή με την συμμετοχή διαφόρων ειδικοτήτων, διότι απαιτείται η διερεύνηση πολλών παραγόντων:
- Το οικογενειακό περιβάλλον (οικογενειακή ψυχολόγος)
- Το νοητικό δυναμικό του παιδιού (κλινική ψυχολόγος)
- Η συναισθηματική/ψυχιατρική κατάσταση του παιδιού (Αναπτυξιακός Παιδίατρος η/και Παιδονευρολόγος)
- Η γλωσσική εξέλιξη (Λογοπεδικός/Λογοθεραπευτής)
ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ
Η προτεινόμενη αντιμετώπιση στις Δυσκολίες Μάθησης εξαρτάται από τα ευρήματα της διαγνωστικής διαδικασίας. Το παιδί μπορεί να βοηθήσει από ειδικό εκπαιδευτικό, από λογοπεδικό, από ψυχολόγο/ψυχίατρο η να χρειάζεται περισσότερο μια ψυχοπαιδαγωγική ενίσχυση. Πολλές φορές η αποκατάσταση έχει διπλό στόχο αποβλέποντας τόσο στην μαθησιακή βοήθεια όσο και στην ψυχολογική στήριξη.
Πρέπει να ληφθεί όμως υπόψη ότι οι δυσκολίες μάθησης δεν αφορούν μόνο τις ικανότητες του παιδιού, αλλά εμπλέκουν και τους παράγοντες οικογένεια, και το ευρύτερο σχολικό και κοινωνικό πλαίσιο. Μέσα στα πλαίσια αυτά ζει, κινείται, εξελίσσεται και καλείται να λειτουργήσει το παιδί. Η άμεση ευαισθητοποίηση του σχολείου και της οικογένειας αποτελεί βασική προϋπόθεση για την έγκαιρη διάγνωση και την αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση των Δυσκολιών Μάθησης του παιδιού.
Γράφει η Ελένη Λιβανίου (Ph. D), Εκπαιδευτική Ψυχολόγος, Επιστημονική Σύμβουλος της Ελληνικής Εταιρίας Δυσλεξίας και επί κεφαλής της ομάδας Μαθησιακών Προβλημάτων της Ειδικής Διαγνωστικής, Θεραπευτικής και Ερευνητικής Μονάδας «Σπύρος Δοξιάδης».
sigmanet.gr