Πότε μπορούμε να εισάγουμε μία ξένη γλώσσα στην καθημερινότητα των παιδιών;



Ως εκπαιδευτικός (7 χρόνια) και ως μανούλα (2.5 χρόνια), θεωρώ πολύ σημαντική την εκπαίδευση, την παιδεία και γενικά τη διαπαιδαγώγηση των παιδιών. Παίζει τον καταλυτικό ρόλο μάλιστα, όταν αυτή ξεκινάει από τα πρώτα χρόνια της ζωής τους (γεγονός που το ξέρετε καλά όλες και που αποδεικνύεται μόνο όσο το παιδί μεγαλώνει και αλληλεπιδρά με το περιβάλλον του πολυπλεύρως). Το ερώτημά μου προς εσάς είναι: αφού οι γονείς ασχολούμαστε τόσες πολλές ώρες με τη διαπαιδαγώγηση των ζουζουνιών μας, γιατί να μην εισάγουμε την ξένη γλώσσα από τα πολύ πρώτα χρόνια στη ζωή τους, διευκολύνοντας μ’ αυτόν τον τρόπο την εκμάθησή της αλλά κυρίως τα ίδια τα παιδιά όταν πλέον δεν την αντιλαμβάνονται σα ξένη γλώσσα, σαν παράταιρο κομμάτι, αλλά σαν απαραίτητο συστατικό της καθημερινότητάς τους;

Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Όλοι οι γονείς κάνουμε και προσφέρουμε όσο το δυνατόν περισσότερα αγαθά στα παιδάκια μας για να είναι εφοδιασμένα με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Ας σκεφτούμε λίγο το εξής: υπάρχουν οικογένειες στις οποίες οι γονείς είναι αλλόγλωσσοι και αναγκάζονται να μιλάνε στο παιδί ή και μεταξύ τους τη 1 από τις 2 γλώσσες (π.χ. η μαμά είναι Ιταλίδα και ο μπαμπάς Άγγλος και έχουν επιλέξει να μιλούν στο παιδί Αγγλικά). Η μητέρα – συνήθως αφιερώνει τις περισσότερες ώρες στην ανατροφή κατά τα πρώτα έτη της ζωής του παιδιού – όταν βρίσκεται μόνη με το παιδί, του μιλάει μόνο στα Ιταλικά. Οπότε το παιδί σταδιακά μεγαλώνει έχοντας ήδη στο ενεργητικό του 2 μητρικές γλώσσες και είναι πολύ τυχερό γιατί δεν είναι μόνο η εκμάθηση των 2 γλωσσών που έχει γίνει κομμάτι του, αλλά και η επαφή του με 2 διαφορετικές κουλτούρες και νοοτροπίες.

Τι γίνεται τώρα στις περιπτώσεις εκείνες που δεν είναι αλλόγλωσσοι οι γονείς; Τα πράγματα είναι πολύ απλά. Φαντάζομαι ότι οι περισσότεροι από τους νέους γονείς ή κι από τους λίγο πιο παλιούς γνωρίζουν μία ξένη γλώσσα σε μέτριο επίπεδο. Αυτό που μπορεί να γίνει για τη διευκόλυνση των παιδιών είναι να τους μιλάμε συνεχώς στη γλώσσα που εμείς γνωρίζουμε καλύτερα.

Για παράδειγμα, η κόρη μου μεγαλώνει σε ένα περιβάλλον όπου όλοι μιλούν Ελληνικά γύρω της. Πώς μπορώ εγώ να της προσφέρω κάτι διαφορετικό; Μιλώντας της Αγγλικά. (Δεν έχει σημασία που διδάσκω τη συγκεκριμένη γλώσσα, μη νομίζετε πως μου είναι εύκολο να της μιλάω συνέχεια, γιατί όσο εξοικειωμένος και καλός γνώστης και να είναι κάποιος με μία γλώσσα, όταν δεν είναι η μητρική του δε βγαίνει αβίαστα.) Κι όχι μόνο μιλώντας της, αλλά προσφέροντας της μια πληθώρα ερεθισμάτων και επιλογών (από τα αγαπημένα της παραμύθια και τα παιδικά μέχρι παιχνίδια και διάφορα τραγούδια) έχοντας σαν αποτέλεσμα να συμπεριλαμβάνονται στην καθημερινή της ρουτίνα. Πλέον, έχει φτάσει σε σημείο που να ακούει και τις 2 γλώσσες ευχάριστα, αλλά φυσικά επειδή μόνο από τη δική μου μεριά έρχεται σε επαφή με τα Αγγλικά, γνωρίζει σε καλύτερο βαθμό την Ελληνική, εμπλουτίζοντας ταυτόχρονα το λεξιλόγιό της και στην Αγγλική.

Συνοψίζοντας, μη φοβάστε να εντάξετε μία ξένη γλώσσα στην καθημερινότητα των παιδιών σας. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι έρευνες αναφέρουν ότι εφόσον η εκμάθηση μίας ξένης γλώσσας ξεκινάει από τη βρεφική ηλικία κατακτιέται ευκολότερα και σε ικανοποιητικότερο βαθμό απ’ ότι αν το ξεκινήσει στα 7 έτη. Αυτό που θέλω να τονίσω από την πλευρά μου είναι να γίνει όσο το δυνατόν πιο αβίαστα, πιο εμπειρικά και με πολύ παιχνιδιάρικο τρόπο. Τότε μόνο το παιδί δε θα αντιδράσει και θα την ενσωματώσει στην καθημερινότητά του. Αν το παιδί επίσης αρχίσει να αντιδράει και να αρνείται, δε χρειάζεται να επιμείνουμε. Μπορούμε, όμως, να έχουμε τις κεραίες μας τεντωμένες και να ξαναπροσπαθήσουμε σε μία άλλη χρονική περίοδο.

Εκτός από το ότι το κάθε παιδί έχει τις δικές του κλίσεις και ενδιαφέροντα που σταδιακά αναπτύσσονται, ανάλογα με τα ερεθίσματα που τους παρέχουμε, μπορεί να μην είναι έτοιμο σε μία χρονική στιγμή για μια καινούρια προσέγγιση, αλλά να θέλει το δικό του χρόνο που διαφέρει από παιδί σε παιδί, γιατί το καθένα έχει το δικό του προσωπικό ρυθμό ανάπτυξης. Ορισμένοι γλωσσολόγοι και κάποιοι παιδαγωγοί που αντιδρούν και επιμένουν στη σύγχυση που δημιουργείται με την ταυτόχρονη χρήση 2 γλωσσών είναι όταν δε γίνεται με συστηματικό τρόπο. Δηλαδή, αν επιμένεις τη Δευτέρα στις ονομασίες των φρούτων από τα Ελληνικά στα Αγγλικά και μετά δεν ασχοληθείς ξανά για μια εβδομάδα με το θέμα, λογικό είναι να μην υπάρχουν τα επιθυμητά αποτελέσματα, αλλά και το παιδί από μόνο του να απορεί που εισβάλει ένας νέος κώδικας στη ζωή του χωρίς συνέχεια.

Σας λέω τολμήστε το! Μην το φοβάστε να ξεκινήσετε ένα τέτοιο εγχείρημα! Αν τώρα θεωρείται αναγκαία η γνώση 2 (το λιγότερο) ξένων γλωσσών, φανταστείτε σ’ έναν κόσμο που συνεχώς αλλάζει και μας βομβαρδίζει με πληροφορίες και καινοτομίες, πόσες γλώσσες θα πρέπει να έχουν κατακτήσει τα παιδιά μας, όχι για να μπορέσουν να μορφωθούν και να εργασθούν, αλλά για να καταφέρουν να αποτελέσουν αναπόσπαστο κομμάτι της πολύγλωσσης και πολυπολιτισμικής κοινωνίας τους.

Και μην ξεχνάτε: δε χρειάζεται να είναι διάνοιες τα παιδάκια μας για να τα καταφέρουν, αλλά να έχουν ένα περιβάλλον πλούσιο σε ερεθίσματα για είναι καθημερινή η τριβή τους με την εκάστοτε γλώσσα! Όσο πιο νωρίς ξεκινήσετε την προσπάθειά σας, τόσο πιο πολύ θα ωφεληθεί και θα διευκολυνθεί το παιδάκι σας!

Καλή επιτυχία!

της Μαργαρίτας Δελόγλου

(μαμά και καθηγήτρια αγγλικών)

eimaimama.gr