Ευθ. Φοίβου Παναγιωτίδη
Όσοι προσπαθούνε να μάθουν τα ελληνικά ως ξένη γλώσσα γρήγορα συναπαντούν τα ανώμαλα ρήματα, ουσιαστικά και επίθετα της γλώσσας μας και πολλοί, αποθαρρυμένοι, εγκαταλείπουν την προσπάθεια. Όσοι έχουμε διδαχθεί ξένες γλώσσες, έχουμε επίσης ταλαιπωρηθεί από τους τύπους τους των ρημάτων, των ουσιαστικών και των επιθέτων που δε σχηματίζονται βάσει κανόνων. Είτε λοιπόν από αγανάκτηση σαν αυτή που αισθάνεται κάποιος που μαθαίνει ξένες γλώσσες, είτε από επιστημονικό ενδιαφέρον, αναρωτιόμαστε: γιατί να υπάρχουν ανώμαλοι τύποι;
Όταν σιωπούν οι κανόνες
Ας δούμε τον παρελθοντικό χρόνο στα αγγλικά, αφού η γλώσσα αυτή διαθέτει ισχνό ρεπερτόριο γραμματικών καταλήξεων και έτσι προσφέρεται για παραδεiγματισμό. Ως γνωστόν, ο παρελθοντικός χρόνος σχηματίζεται με βάση έναν απλούστατο μορφολογικό κανόνα: προσθετούμε τον φθόγγο /d/ στο ρήμα. Έτσι, το ρήμα lie (‘ψεύδομαι’) γίνεται lied. Χρησιμοποιώντας αυτόν τον κανόνα μπορούμε να σχηματίσουμε τον παρελθοντικό χρόνο χιλιάδων ρημάτων, ακόμα και αν δεν τα έχουμε ξανακούσει ποτέ. Ωστόσο, η αγγλική διαθέτει επίσης αρκετά ρήματα των οποίων είναι αδύνατο να μαντέψουμε τον παρελθοντικό τύπο, αφού δεν είναι προϊόν κανόνα: έτσι όλοι έχουμε ταλαιπωρηθεί από τα bring-brought, feel-felt, write-wrote, make-made, tell-told, give-gave κτλ. Τα λεγόμενα ανώμαλα ρήματα της αγγλικής δεν είναι πάρα πολλά σε αριθμό. Ωστόσο, συγκαταλέγονται ανάμεσα στα πιο συνηθισμένα ρήματα της γλώσσας. Έτσι, ανάμεσα στα 25 κοινότερα αγγλικά ρήματα, μόνον οκτώ είναι ομαλά. Μάλιστα, τα πρώτα δέκα είναι όλα ανώμαλα.
Γιατί όμως να συμβαίνει αυτό; Γιατί τα πιο συνηθισμένα αγγλικά ρήματα να είναι ανώμαλα στη μεγάλη πλειοψηφία τους; Αφού υπάρχει μορφολογικός κανόνας, και μάλιστα απλούστατος, γιατί δεν χρησιμοποιείται στο να σχηματίζονται οι παρελθοντικοί τύποι όλων των ρημάτων; Γιατί δε λέμε *bringed, *haved και *maked; Αυτά τα ερωτήματα απασχόλησαν σοβαρά τον γνωστό καναδό γλωσσολόγο Στήβεν Πίνκερ, και τα απαντάει στο βιβλίο του Words and Rules. Ας δούμε συνοπτικά τι λέει.
Οι δύο μηχανισμοί
Πρώτα πρώτα ο Πίνκερ ξεκαθαρίζει ότι όσοι τύποι δεν παράγονται από μορφολογικούς κανόνες, όπως ο κανόνας του /d/ στην περίπτωσή μας, αναγκαστικά μαθαίνονται όπως μαθαίνει κανείς λέξεις: με απομνημόνευση. Με άλλα λόγια, όποιος μαθαίνει αγγλικά, είτε πρόκειται για βρέφος που αναπτύσσεται γλωσσικά είτε για ενήλικο μαθητή, πρέπει να απομνημονεύσει ότι ο παρελθοντικός τύπος του bring είναι brought, του have είναι had, του make είναι made – και ούτω καθεξής. Αυτός κατά τον Πίνκερ είναι ο ένας μηχανισμός που χρησιμοποιεί το γλωσσικό μας όργανο: η απομνημόνευση και η αποθήκευση ενός τύπου για κάθε ρήμα, ουσιαστικό ή επίθετο. Τώρα, επειδή λ.χ. ο τύπος went που αποθηκεύουμε για τον παρελθοντικό χρόνο του go δεν είναι απαραίτητο να έχει οποιαδήποτε ομοιότητα με το ίδιο το go, προκύπτουν οι «ανώμαλοι» στη μορφή τύποι.
Ωστόσο, οι φυσικές γλώσσες διαθέτουν και έναν δεύτερο μηχανισμό, τους μορφολογικούς κανόνες. Οι κανόνες αυτοί παίρνουν έναν αρχικό τύπο, λ.χ. lie ή use και του προσθέτουν κάτι, ας πούμε έναν φθόγγο όπως το /d/, δίνοντας μας lied ή used για παράδειγμα.
Ως εδώ η κατάσταση είναι απλή: αν ψάχνουμε έναν πληθυντικό ουσιαστικού, έναν παρελθοντικό χρόνο ρήματος κ.ο.κ. είτε θα πρέπει να τον έχουμε αποθηκευμένο (όπως το brought και το went), είτε θα πρέπει να τον σχηματίσουμε βάσει κανόνα (όπως το lied και το used). Πώς όμως αλληλεπιδρούν αυτοί οι δύο μηχανισμοί; Γιατί τα πιο συνηθισμένα ρήματα της αγγλικής έχουν αποθηκευμένους, απομνημονευμένους δηλαδή, παρελθοντικούς τύπους;
Ο κανόνας ως εναλλακτική λύση
Είπαμε ότι οι λεγόμενοι ανώμαλοι τύποι είναι προϊόν απομνημόνευσης και αποθηκεύονται όπως αποθηκεύονται όλες οι άλλες λέξεις. Τι διευκολύνει την απομνημόνευση; Μα φυσικά και η επανάληψη. Όταν ακούμε συνέχεια τύπους όπως brought, went και τα λοιπά, αφού ανήκουνε σε ρήματα υψηλής συχνότητας, εύκολα θα τους απομνημονεύσουμε. Έτσι συμβαίνει και στις φυσικές γλώσσες: οι ανώμαλοι τύποι είναι συνήθως υψηλής συχνότητας, πράγμα που διευκολύνει την απομνημόνευσή τους. Συνεπώς, οι μορφολογικοί κανόνες επιστρατεύονται ακριβώς όταν το γλωσσικό όργανο δεν μπορεί να ανεύρει αποθηκευμένο τύπο. Για παράδειγμα: ας πούμε ότι χρειαζόμαστε τον παρελθοντικό τύπο του go, το γλωσσικό όργανο εύκολα θα αναζητήσει και θα ανεύρει τον τύπο went. Αν τώρα ψάχνουμε τον παρελθοντικό τύπο του lie ή του use, ακριβώς επειδή δεν υπάρχει αποθηκευμένος τύπος, ο μορφολογικός κανόνας αναλαμβάνει να σχηματίσει τα lied και used, «κολλώντας» τον φθόγγο /d/ πάνω στο ρήμα.
Έτσι, ο μορφολογικός κανόνας αναλαμβάνει δράση όταν δεν υπάρχει κάτι κατάλληλο αποθηκευμένο στη μνήμη