Του Γιώργου Φρέρη
Δεν ξέρω με τι κριτήρια και ποιοί κατήρτησαν το σχέδιο «Αθηνά». Σίγουρα, όχι με κριτήρια αντικειμενικά ή εκπαιδευτικής πολιτικής, αν βασίστηκαν δηλαδή στις μέχρι τώρα αξιολογήσεις (εσωτερικές ή εξωτερικές), σε δεδομένα οικονομικά (σημερινό κόστος για το διοικητικό και εκπαιδευτικό προσωπικό, τους φοιτητές, την υλικοτεχνική υποδομή κλπ). Απλά ανακοινώθηκαν κάποιες συγχωνεύσεις Τμημάτων, κάποιες μετακινήσεις Τμημάτων κλπ, μετά από συσκέψεις πολιτικών παραγόντων, άρα μελλοντικόυ εκλογικού κέρδους, όπως ακριβώς στήθηκε τα τελευταία χρόνια η γνωστή εκπαιδευτική πολιτική της ανώτατης παιδείας μας: «κάθε πόλη και ΑΕΙ» κατά το «κάθε πόλη και γήπεδο». Αγνοώ, όπως και όλος ο ελληνικός λαός, με τι κριτήρια τελικά, η σημερινή ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας, που προέρχεται από νεοϊδρυθέν Πανεπιστήμιο -αυτά που κατά την «κυβερνητική φιλοσοφία« ιδρύθηκαν για να βολέψουν «ημετέρους», κοινώς πολιτικά στελέχη που βρήκαν και μια θέση στο Δημόσιο- σχεδίασε τη μελλοντική εργασιακή αποκατάσταση των χιλιάδων αυριανών πτυχιούχων. Γιατί δε νομίζω να είναι στις προτεραιότητές της η δημιουργία ενός μορφωμένου ή ανέργου προλεταριάτου, για τις μελλοντικές ανάγκες της αναπτυσσόμενης από τις νέες επενδύσεις Ελλάδας.
Δεν γνωρίζω επίσης αν στους σκοπούς των υπευθύνων κυριάρχησαν, έστω για λίγο, κάποιες αξίες ανθρωπιστικές, κατεξοχήν ελληνικές με μακρά παράδοση, όπως αυτές του διαπολιτισμού, της πολυπολιτισμικότητας, της πολυγλωσσίας, του δικαιώματος στην άμεση εργασία κλπ, ή περιορίστηκαν μόνον σε αριθμούς, παραβλέποντας τον ανθρώπινο παράγοντα, που αποσιωπούν όταν αυτοί οι αριθμοί δεν αγγίζουν ποτέ και τους επιθυμητούς στόχους.
Σίγουρα όμως ξέρω ότι έγιναν πολλά λάθη. Κι αυτό δεν το κρίνω από τις όποιες αντιδράσεις των τοπικών κοινωνιών ή των συνδικαλιστικών φορέων, αλλά διαπιστώνοντας ο ίδιος, ως λειτουργός στην ανώτατη εκπαίδευση επί 40 χρόνια, σ’ ένα γνωστικό αντικείμενο, που ποτέ δεν απαίτησε σημαντική χρηματοδότηση, μεγάλη υλικοτεχνική υποδομή κλπ. Γνωρίζω ότι επεκράτησε και πάλι «η φιλοσοφία του μικροπολιτικού κόστους», ίσως γιατί και οι σημερινοί πολιτικοί ταγοί δεν μπόρεσαν να ξεπεράσουν τη νοοτροπία τόσων ετών, όπως και οι πολίτες, παλαιές κακές συνήθειες, σαν αυτή του καπνίσματος σε κλειστούς χώρους ή του παρκαρίσματος σε πεζοδρόμια κλπ.
Ως Καθηγητής στο Τμήμα Γαλλικής Γλώσσας και Φιλολογίας, έχοντας αρχίσει τη θητεία μου ως Δάσκαλος Γαλλικής Γλώσσας σε Σχολές του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, διαπίστωσα ότι χώρες σαν τη δική μας, βλέπε Ολλανδία, Βέλγιο, Δανία –εννοώ του Βορρά- Φιλανδία κλπ, χώρες δηλαδή με γλώσσα περιορισμένης εμβέλειας όπως και η ελληνική, και με πολύ μικρότερη ιστορία κι επίδραση στο διεθνές γλωσσικό γίγνεσθαι, ανέπτυξαν, σε πολλές βαθμίδες της εκπαίδευσής τους, τη πολυγλωσσία. Κι αυτό όχι προς όφελος των ξένων γλωσσών που προέτρεπαν να μάθουν οι πολίτες τους, αλλά του δικού τους συμφέροντος. Να αποκτήσουν δηλαδή για τις ανάγκες της οικονομίας τους, στελέχη ικανά, σε κρατικό και ιδιωτικό τομέα, να συνεννοούνται απ’ ευθείας με τους άλλους λαούς, στη γλώσσα του Άλλου. Πέρα από το σεβασμό προς την ετερότητα, μ’αυτόν τον απλό τρόπο ανέπτυξαν ταυτόχρονα και την αλληλοκατανόηση με τον Άλλον.
Δυστυχώς στη χώρα μας, λόγω του γνωστού προσανατολισμού της εκπαίδευσης, σε μοντέλα ξένα προς τους στόχους της ανάπτυξής μας, περιοριστήκαμε και συνεχίζουμε να νομοθετούμε ανάλογα με τα πιστεύω του επικεφαλής κάθε κόμματος ή κάθε Υπουργού, που υπηρετεί για ελάχιστο χρονικό διάστημα, χωρίς πυξίδα, εντελώς αυθαίρετα, με αποτέλεσμα όχι μόνον να χάνουμε συχνά το τρένο της ανάπτυξης, αλλά κι όταν μας δίνεται η ευκαιρία να το προλάβουμε, ενεργούμε πρόχειρα, χωρίς καμιά περίσκεψη.
Μ’αυτήν την «παράξενη» παράδοση το Υπουργείο κατήργησε πρόσφατα, με το σχέδιο «Αθηνά», σχεδόν όλα τα ξενόγλωσσα Τμήματα του ΕΚΠΑ, του ΑΠΘ αλλά και του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας. Χωρίς κανένα εκπαιδευτικό σκεπτικό ίδρυσε ένα Ξενόγλωσσο Τμήμα στη Φιλοσοφική Σχολή του ΑΠΘ και του ΕΚΠΑ, ενώνοντας πέντε αυτόνομα Τμήματα (Αγγλικής, Γαλλικής, Γερμανικής, Ιταλικής και Ισπανικής Γλώσσας και Φιλολογίας) κι ένα άλλο ξενόγλωσσο Τμήμα Τουρκικών και Ασιατικών γλωσσών στο ΕΚΠΑ. Κι αναρωτιέμαι : από πότε μια γλώσσα διδάσκεται διαφορετικά αν είναι ασιατική ή βόρεια, νότια ή δυτική ώστε να αποτελέσει ιδιαίτερη ακαδημαϊκή μονάδα; Γιατί το Υπουργείο, αν είχε μελετήσει και σκόπευε στην βελτίωση και στην αναβάθμιση των αυριανών στελεχών που στήνουν γέφυρες πολυγλωσσικές και διαπολιτισμικές δεν τόλμησε να ιδρύσει μια Σχολή Ξένων Γλωσσών στο ΑΠΘ ή στο ΕΚΠΑ, όπως υπάρχουν στα περισσότερα ξένα πανεπιστήμια, όπου οι φοιτητές θα παρακολουθούσαν κοινά μαθήματα της Σχολής τα πρώτα εξάμηνα και μετά, ανάλογα με τη γλώσσα εισαγωγής του θα ακολουθούσαν την επιστημονική τους κατεύθυνση; Και γιατί δεν άφησε να πράξουν αυτήν την συνένωση τα νεοεκλεγμένα ανεξάρτητα (sic !!!) Συμβούλια Διοίκησής τους; Γιατί, αν σκόπευε σε κάτι το νέο δεν τόλμησε να λάβει υπόψη του και την παράδοση της κάθε πόλης ή περιοχής, και στη Σχολή Ξένων Γλωσσών π.χ. του ΑΠΘ, να ιδρύσει και Τμήμα Εβραϊκής Γλώσσας και Φιλολογίας (λόγω της μακράς παράδοσης της Εβραϊκής κοινότητας στη Θεσσαλονίκη) ή και της Τουρκικής Γλώσσας και Φιλολογίας (λόγω της μακράς οθωμανικής κατοχής στην ευρύτερη περιοχή); Κι αφού υπήρχαν ήδη τέσσερα ξενόλωσσα Τμήματα στο ΑΠΘ, γιατί δεν ίδρυσε ή δεν μετέφερε σ’αυτήν την νέα ακαδημαϊκή μονάδα και τα Τμήματα Βαλκανικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας και τα ενέταξε στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, ένα ίδρυμα με μακρά και λαμπρή παράδοση σε σπουδές αποκλειστικά στην οικονομία κι όχι στη Φιλολογία; Και τί έκανε με τα κριτήρια της αξιολόγησης των υπό κατάργηση Τμημάτων; Ήταν τόσο χαμηλά ή αγνόησε σκόπιμα όλα τους τα διεθνή και πρωτοποριακά ευρωπαϊκά προγράμματα και την έντονη δράση τους σε εθνικό και διεθνές επίπεδο; Γιατί δε ζήτησε από τα ενδιαφερόμενα Τμήματα μία εναλλακτική πρόταση πριν προβεί σ’ αυτόν τον «αχταρμά»; Και γιατί δεν τόλμησε ποτέ να δημοσιοποιήσει, να πληροφορήσει δηλαδή την κοινή γνώμη, για τα αποτελέσματα της αξιολόγησης ενός καλού ή ενός κακού Τμήματος, πριν προβεί στις αυταρχικές και βλαβερές για τον τόπο ενέργειες ενός ακόμη επιστημονικού συνοθηλεύματος;
Αλλά μήπως το Υπουργείο έλυσε με τα πρόσφατα μέτρα και το «χρόνιο πρόβλημα της επάρκειας Καθηγητών Ξένων Γλωσσών»; Σε όλες τις χώρες της Ευρώπης, για να διδάξει κάποιος ξένη γλώσσα απαιτείται να διαθέτει ένα πτυχίο από κρατικό ίδρυμα. Στη χώρα μας αυτό δεν ισχύει, κι ας το ζητούν εδώ και πάνω από 30 χρόνια, όλα τα ξενόγλωσσα Τμήματα του κράτους (Καθηγητές και Φοιτητικοί Σύλλογοι). Η εκάστοτε πολιτική ηγεσία κωφεύει, επιτρέποντας σε οποιονδήποτε διαθέτει ένα απλό αποδεικτικό Δίπλωμα μιας ξένης αποστολής, χωρίς εξειδικευμένες γνώσεις για τη Διδασκαλία και τον πολιτισμό της ξένης γλώσσας, να του χορηγεί την επαγγελματική «επάρκεια», με αποτέλεσμα να διευθύνουν Φροντιστήρια Ξένων Γλωσσών, άτομα που στο εξωτερικό δε θα μπορούσαν ούτε να διανοηθούν να μπουν σε τάξη. Τόσο πολύ νοιάζεται η εκάστοτε ελληνική πολιτική ηγεσία να προετοιμάσει επιστημονικά τους αυριανούς Δασκάλους – Καθηγητές Ξένων Γλωσσών; Αυτό είναι το έμπρακτο ενδιαφέρον της για την αναβάθμιση της παιδείας της ελληνικής νεολαίας, που με τόσο στόμφο, στα λόγια μόνον βέβαια, όλες σχεδόν οι πολιτικές ηγεσίες του Υπουργείου Παιδείας δείχνουν; Έχουν ανοίξει το επάγγελμα δίχως ίχνος ελέγχου και υπεύθυνης επιστημονικής εποπτείας. Πως λοιπόν να μην είμαστε η χώρα που διαθέτει, κατ’αναλογία με τον πληθυσμό της, τα περισσότερα ξένα διπλώματα σε ξένες γλώσσες, αλλά ταυτόχρονα και αυτοί που τις μιλούν και τις εκφράζουν γραπτώς χείροτερα;
Θα μπορούσα να συνεχίσω τη διατύπωση των αποριών μου προς τους υπεύθυνους του Υπουργείου, που για άλλη μια φορά, όχι μόνον βιάστηκαν να ανακοινώσουν, με το συνηθισμένο ύφος που συμβάλλει στη δημιουργία του «αυριανού χάους», σε μια χώρα όπου όλα γίνονται χωρίς κανέναν προγραμματισμό, αλλά επιπλέον εμφανίστηκαν ως γνήσιοι μικροπολιτικοί κομπάρσοι ενός πολιτικού συστήματος που τους ανέθρεψε και συνεχίζει να τους συντηρεί. Χωρίς να δικαιολογήσουν όσα αποφάσισαν, ενήργησαν κατά το πολιτικό τους δοκούν. Στάθηκαν ανύμποροι να εδραιώσουν και να πείσουν την πανεπιστημιακή κοινότητα για τις αποφάσεις τους, πορεύθηκαν με γνώμονα τα μικροπολιτικά τους συμφέροντα, κοινώς για άλλη μια φορά αυτοσχεδίασαν την ίδια φάρσα, με την ίδια σοβαροφάνεια του πρόσφατου αμαρτωλού παρελθόντος.
Αν αυτή η πολιτική χαρακτηρίζεται «πρόοδος», τότε πως προσδιορίζεται η οπισθοδρόμηση; Αλήθεια, πιστεύουν πως όσοι ενήργησαν αυθαίρετα, αγνοώντας τους επιστημονικούς φορείς, χωρίς να ενημερώσουν ή να συμβουλευτούν τους ενδιαφερόμενους, είναι σε θέση να δικαιολογήσουν τα όσα υποστηρίζουν; Δεν καταλαβαίνουν πως απλά ενεργούν ως πολιτικοί κι όχι ως ακαδημαϊκοί δάσκαλοι, ότι επαναλαμβάνουν δηλαδή τη γνωστή ρήση «της πολιτικής βούλησης» -φράση που άκουσα συχνά στη μακρόχρονη σταδιοδρομία μου και σήμερα οι πολλοί και πιο αδύνατοι, πληρώνουν πολύ ακριβά αυτήν «την πολιτική βούληση»; Στην προκειμένη περίπτωση, πιστεύει το Υπουργείο πως αγνοώντας τους ειδικούς σε θέματα εκπαίδευσης ξένων γλωσσών, ότι ενήργησε προς όφελος του κοινωνικού συνόλου, ότι με τα μέτρα που ανακοίνωσε συντελεί ώστε να ενταχθεί η Ελλάδα στις επίσημες αρχικές διακηρύξεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης, για μια πολυπολιτισμική και πολυγλωσσική κοινότητα, ότι συμβάλλει στη δημιουργία της κατανόησης της ετερότητας; Έχει επίγνωση το Υπουργείο ότι μ’αυτόν τον τρόπο, όχι μόνο στρέφει την ελληνική νεολαία προς μια μονογλωσσική και μονοπολιτισμική Ευρώπη, αλλά αντίθετα καλλιεργεί υπογείως και την έννοια μιας νέας εθνικιστικής «υπεροχής»; Για άλλη μια φορά το Υπουργείο δε σεβάστηκε το αυτοδιοίκητο των ΑΕΙ, ούτε άνοιξε διάλογο με τα συγκεκριμένα Τμήματα προκειμένου να ενημερωθεί για τις απόψεις τους. Απλά, διαθέτοντας την αλλαζονεία της εξουσίας, αποφάσισε, ενήργησε και τώρα σιωπά. Μήπως ευελπιστεί πως μ’αυτόν τον «κουτοπόνηρο πολιτικό τρόπο» θα εδραιώσει μια νέα εκπαιδευτική μεταρρύθμιση;
Η χάραξη εκπαιδευτικής πολιτικής δεν είναι εύκολη υπόθεση. Απαιτεί θάρρος, γνώση και απόσταση από πολιτικές σκοπιμότητες, κάτι που η σημερινή ηγεσία του Υπουργείου δεν απέφυγε. Η χάραξη εκπαιδευτικής πολιτικής στηρίζεται σε μια παράδοση, σε ένα υπάρχον επιστημονικό δυναμικό, που έχει να επιδείξει έργο, όχι ωραιοποιημένο στα βιογραφικά, αλλά, στην πράξη. Η χάραξη εκπαιδευτικής πολιτικής δημιουργείται σταδιακά, με διάλογο και πειθώ, δεν είναι υπόθεση νομοθετικής πράξης, κάτι σαν το χουντικό «αποφασίζουμε και διατάσουμε». Θέλει σκέψη και προγραμματισμό για το μέλλον, μακριά από φαραωνικούς σχεδιασμούς και φιλόδοξες προοπτικές. Φυσικά, στη χάραξη της εκπαιδευτικής πολιτικής επικρατούν κριτήρια εκπαιδευτικά, εθνικά και της μελλοντικής πραγματικής κι όχι ουτοπικής οικονομίας. Η Παιδεία δε στήνεται με πρότυπα εμπορικά, οικονομικά, βιομηχανικά, γιατί δεν αποβλέπει στο άμεσο κέρδος αλλά στοχεύει στην ευτυχία και την ισσοροπία του αυριανού πολίτη. Γι αυτό το λόγο ας μην τρέφουμε ψευδαισθήσεις: παρά τις όποιες διθυραμβικές διατυπώσεις, κυρίως από τον «άκριτο τύπο», δε θα αργήσουν να φανούν οι αδυναμίες αυτής της εκπαιδευτικής πολιτικής. Μόνον που τα λάθη της εκπαίδευσης έχουν βάθος χρόνου. Δε διορθώνται αμέσως. Τα σφάλματά της έχουν πικρές συνέπειες και σοβαρές επιπτώσεις πέρα από το χρόνο της εφαρμογής της. Όπως συνέβη και με την προηγούμενη εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, στο πρόσφατο παρελθόν, όταν κάθε υπουργική απόφαση εκλαμβανόταν ως μέγα κατόρθωμα μόλις γινόταν η ανακοίνωσή της, για να αποδειχθεί τελικά στην πράξη ανεφάρμοστη και καταστροφική.
Και το ερώτημα που τίθεται τελικά, είναι πότε επιτέλους, η πολιτική ηγεσία αυτού του τόπου, θα δει, θα οραματιστεί ουσιαστικές αλλαγές για την Παιδεία ή την Εκπαίδευση, πέρα από τα μεσοπρόθεσμα κομματικά οφέλη;
Πηγή:
Πολιτική Επιθεώρηση
http://politicalrevi...02/to.html#more
http://multilinguism...2013/02/to.html