Ο ανηψιός μου βλέπει πολλή τηλεόραση. Το γεγονός αυτό δε με ανησυχεί ιδιαίτερα, άλλωστε ανήκω στην πρώτη γενιά που μεγάλωσε με τηλεόραση στην Ελλάδα και όταν ήμουν μικρός δεν ξεκολλούσα από μπροστά της, ενώ ήξερα απ’ έξω τις διαφημίσεις, τα διάφορα σήριαλ, κτλ. Ωστόσο δε με έβλαψε ιδιαιτέρως η προσήλωσή μου στο χαζοκούτι, παρ’ όλα όσα θρυλούνταν τότε κι αργότερα.

Ο ανηψιός μου, που θα κλείσει τα τρία τον Μάιο, είναι πάντως πιο τυχερός από εμένα, αφού σήμερα υπάρχουν πάρα πολλές παιδικές εκπομπές που απευθύνονται σε συγκεκριμένες ηλικίες και με σαφείς εκπαιδευτικούς σκοπούς: να αναπτύξουν την προσοχή, την εφευρετικότητα και την παρατηρητικότητα των παιδιών, να εξασκήσουν τις μουσικές δεξιότητές τους ή να τα εξοικειώσουν με μουσική πέρα από τον καθημερινό θόρυβο, να τους εμπλουτίσουν το λεξιλόγιο, να τους βοηθήσουν να μάθουν ξένες γλώσσες κ.ο.κ.

Ας δούμε λίγο αυτό το τελευταίο. Πολλές παιδικές εκπομπές αφηγούνται ιστοριούλες των οποίων οι χαρακτήρες επαναλαμβάνουν πολλές από τις λέξεις-κλειδιά και στα αγγλικά. Στην αρχή νόμισα ότι παράκουσα, μετά ξενίστηκα, κατέληξα να δυσαρεστηθώ. Να εξηγήσω γιατί.

Ας πούμε ότι σε αυτά τα εκπαιδευτικού χαράκτηρα κινούμενα σχέδια η μικρή εξερευνήτρια ή ο φιλόπονος μάστορας βλέπουν, λ.χ., έναν χιμπαντζή ή ένα σφυρί. Θα πουν αντίστοιχα «κοίτα! ένας χιμπαντζής» ή «να το σφυρί!», ή κάτι τέτοιο. Κι αμέσως μετά θα προσθέσουν «τσιμπανζή» και «χάμερ». Υποθέτω ότι ο σκοπός αυτής της παράθεσης των αγγλικών συνωνύμων μετά από μια καινούργια λέξη είναι να εξοικειωθούν τα ελληνόπουλα με το αγγλικό λεξιλόγιο. Κι ενώ αυτή η πρακτική δε βλάπτει τους μικρούς τηλεθεατές, είναι πάντως εν πολλοίς μάταιη για τουλάχιστον τρεις λόγους.

Πρώτον, οι λέξεις δίνονται με ελληνικότατη προφορά (γι’ αυτό χρησιμοποίησα ελληνικά γράμματα για τα πιο πάνω παραδείγματα), άρα τα νήπια και τα παιδιά μάλλον αδυνατούν να τις ξεχωρίσουν από τις λέξεις της μητρικής τους γλώσσας: κανένα τρίχρονο δεν προβληματίστηκε αν η λέξη ‘μπιμπερό’ ή ‘ασανσέρ’ είναι γαλλικής καταγωγής…

Δεύτερον, η παράθεση «αγγλικών» λέξεων εκτός γλωσσικών συμφραζομένων, δηλαδή «να το σφυρί! χάμερ!» δεν οδηγεί απαραιτήτως τους μικρούς θεατές στο να συμπεράνουν ότι λ.χ. το ‘χάμερ’ θα μπορούσε να είναι συνώνυμο του ‘σφυρί’ σε μια ξένη γλώσσα. Πιθανότατα λοιπόν αγνοούν εντελώς αυτά τα παράξενα εκφωνήματα.

Τρίτον, ακόμα και αν οι αγγλικές λέξεις δίνονταν με τις ορθές προφορές τους (π.χ. «chimpanzee» με παχύ ch στην αρχή, βραχύ ι και μακρό ι στο τέλος κτλ.), είναι πάρα πολύ αμφίβολο ότι ο μικρός τηλεθεατής ή η μικρή τηλεθεάτρια θα μπορούσαν να ταυτίσουν τη σημασία της με την προηγούμενη λέξη. Στην καλύτερη περίπτωση θα εξοικειώνονταν μόνο με την ύπαρξη μιας ξένης γλώσσας, της αγγλικής, αλλά αυτή η εξοικείωση πρέπει να είναι αυτονόητη σε σπιτικά που διαθέτουν τηλεόραση.

Γενικότερα, ούτε οι μικροί, αλλά ούτε καλά-καλά οι μεγάλοι, μαθαίνουμε λεξιλόγιο εκτός συμφραζομένων, πολλώ δε μάλλον με την κάπως μπακάλικη μέθοδο του να παρατίθεται η ξένη μετάφρασή της αμέσως μετά την ελληνική λέξη. Εάν οι μεταγλωττιστές (και, βεβαίως, οι παραγωγοί) των εκπαιδευτικών αυτών εκπομπών συμβουλεύονταν κάποιον ειδικό στη γλωσσική ανάπτυξη, ίσως θα είχαν αποφύγει να ακολουθούν και να εφαρμόζουν τέτοιες ατελέσφορες μεθόδους.


Ευθ. Φοίβου Παναγιωτίδη kathimerini.gr