Όσο μεγαλώνει ο αριθμός των παιδιών από άλλα κράτη μέσα στις τάξεις όλο και περισσότεροι εκπαιδευτικοί έρχονται αντιμέτωποι με την πρόκληση πώς να βοηθήσουν τα παιδιά που δεν μιλούν ελληνικά και πολλές φορές δεν καταλαβαίνουν ελληνικά.

Οι περισσότεροι εκπαιδευτικοί όμως δεν διδάχτηκαν για το πώς να διδάσκουν σε παιδιά που έχουν διαφορετική μητρική γλώσσα και χρειάζονται καθοδήγηση ώστε να καταλάβουν τη διαδικασία που ακολουθούν αυτά τα παιδιά καθώς θα μαθαίνουν ελληνικά. Επίσης, σημαντικό είναι να προτρέπουμε τα παιδιά αυτά να διατηρούν τη μητρική τους γλώσσα και όχι να προσπαθούμε να τα κάνουμε να την ξεχάσουν.

Υπάρχουν 8 αρχές που μπορούν να βοηθήσουν τους εκπαιδευτικούς που αντιμετωπίζουν τέτοιου είδους καταστάσεις και που προκύπτουν από την έρευνα και τη θεωρία για τη διγλωσσία, που υποστηρίζει ότι δεν γίνεται από τη μια στιγμή στην άλλη, αλλά υπάρχουν στάδια στην όλη διαδικασία.

1. Η ΔΙΓΛΩΣΣΙΑ ΕΙΝΑΙ ΠΡΟΣΟΝ ΚΑΙ ΘΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΤΑΙ.

Οι έρευνες δείχνουν όλο και περισσότερα τα πολιτιστικά γλωσσικά και οικονομικά πλεονεκτήματα της διγλωσσίας. Τα παιδιά που έχουν την ευκαιρία να μιλούν δυο γλώσσες θα πρέπει να ενθαρρύνονται να διατηρήσουν και τις δυο, ώστε να απολαύσουν τα προνόμια που συνοδεύουν τη διγλωσσία.

Τα παιδιά από οικογένειες που δεν μιλούν ελληνικά θα πρέπει να ενθαρρύνονται να διατηρούν τη μητρική τους γλώσσα όσο θα ενθαρρύνονται να μιλούν ελληνικά. Σε κάποιες μάλιστα από αυτές τις οικογένειες οι γονείς δε μιλούν ελληνικά οπότε αν το παιδί δεν διατηρήσει την ικανότητα να μιλάει επαρκώς τη μητρική του γλώσσα υπάρχει κίνδυνος να χάσει την καλή επικοινωνία με τα μέλη της οικογένειας του. Η βοήθεια για τη μητρική τους γλώσσα θα έπρεπε να έρχεται από ειδικά τμήματα μετά το σχολείο ή τα Σαββατοκύριακα (κάτι που δεν υπάρχει στην Ελλάδα).

2. ΕΙΝΑΙ ΣΠΑΝΙΟ ΝΑ ΜΠΟΡΕΙ ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΝΑ ΙΣΟΡΡΟΠΕΙ ΚΑΙ ΤΙΣ ΔΥΟ ΓΛΩΣΣΕΣ.

Ο λάθος ισχυρισμός που επικρατεί είναι ότι ενθαρρύνοντας το παιδί να διατηρήσει τη μητρική του γλώσσα το αποτρέπει από το να αναπτύξει σωστά και τις δυο γλώσσες. Είναι σημαντικό να καταλάβουμε ότι όπως το παιδί μιλάει ή προσπαθεί να μιλήσει δυο γλώσσες ταυτόχρονα μια από τις δυο είναι φυσιολογικό να κυριαρχεί γιατί τη χρησιμοποιεί περισσότερο για κάποιο διάστημα από την άλλη. Τα παιδιά δείχνουν ανεπάρκεια και στις δυο γλώσσες τις περισσότερες φορές και αυτό πιθανότατα συμβαίνει γιατί περνούν μια αναπτυξιακή φάση, κατά την οποία, από τη μια η χρήση της μητρικής γλώσσας τείνει να ελαττώνεται, την ίδια στιγμή που η ξένη γλώσσα (ελληνικά) δεν έχει φτάσει ακόμη στο ανάλογο ηλικιακά επίπεδο του παιδιού (αν το παιδί είναι 7 χρονών έχει αποκτήσει τη γλωσσική ικανότητα ενός παιδιού 4 ετών). Οι εκπαιδευτικοί πρέπει να βλέπουμε αυτήν την περίοδο σαν προσωρινή γλωσσική ανισορροπία κατά την οποία το παιδί δεν μπορεί να μιλήσει με επάρκεια ούτε τη μητρική του γλώσσα ούτε τα ελληνικά. Αυτό πρέπει να θεωρείται υγιές και φυσιολογικό. Είναι πολύ σπάνιο ένα δίγλωσσο παιδί να διατηρεί ισορροπία ανάμεσα στη μητρική του γλώσσα και τα ελληνικά. Με τη σωστή και επαρκή βοήθεια από τους εκπαιδευτικούς το παιδί σταδιακά θα φτάσει στο σωστό για την ηλικία του επίπεδο γλωσσικής επάρκειας και στα ελληνικά.

3. ΕΙΝΑΙ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΗ Η ΚΟΥΛΤΟΥΡΑ ΧΡΗΣΗΣ ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

Τα παιδιά που προέρχονται από άλλες χώρες και επομένως διαφορετικές κουλτούρες μπορεί να αντιμετωπίζουν δυσκολίες στο σχολείο καθώς ο τρόπος που διδάσκεται η ελληνική γλώσσα και ο τρόπος που επικοινωνείται δε μοιάζει με τον τρόπο που έχουν μάθει τη δική τους γλώσσα. Οι εκπαιδευτικοί θα πρέπει να είναι σε θέση να αναγνωρίσουν τις διαφορές αυτές κατά τη διάρκεια των γλωσσικών δραστηριοτήτων μέσα στην τάξη. Για παράδειγμα κάποια παιδιά μπορεί να νιώθουν ντροπή σε ένα σχόλιο του εκπαιδευτικού όπως: «Θα πρέπει να είσαι περήφανος για τον εαυτό σου» ενώ να νιώθουν καλύτερα με ένα σχόλιο του τύπου: «Η οικογένειά σου θα είναι περήφανη για σένα.» Σε μερικές κουλτούρες το να εκφράζεσαι για τον εαυτό σου και να μιλάς γι’ αυτόν ή το να επιδεικνύεις τις γνώσεις σου θεωρείται αλαζονικό και δε συνηθίζεται. Με αυτήν τη λογική τα παιδιά αυτά το βρίσκουν πολύ δύσκολο να απαντούν σε ερωτήσεις για τον εαυτό τους, ενώ μπορεί να έχουν τη γλωσσική επάρκεια να το κάνουν.

Με το να έχει αξιολογήσει ο εκπαιδευτικός την κουλτούρα από την οποία προέρχεται το παιδί και να χρησιμοποιούν τρόπους επικοινωνίας οικείους στα παιδιά τα βοηθούν να αναπτύξουν τη γλώσσα με πιο επαρκή τρόπο. Επίσης, η γνώση κάποιων παραδόσεων και εθνικών γιορτών τους μπορεί να αποδειχθεί ιδιαίτερα χρήσιμη. Τα παιδιά νιώθουν ότι τα εκτιμούν και η μετάβαση από τη μια κουλτούρα στην άλλη γίνεται ομαλά και πιο εύκολα.

4. ΓΙΑ ΚΑΠΟΙΑ ΔΙΓΛΩΣΣΑ ΠΑΙΔΙΑ Η ΤΑΥΤΟΧΡΟΝΗ ΟΜΙΛΙΑ ΚΑΙ ΣΤΙΣ ΔΥΟ ΓΛΩΣΣΕΣ ΕΙΝΑΙ ΦΥΣΙΚΗ ΓΛΩΣΣΙΚΗ ΙΚΑΝΟΤΗΤΑ

Αν και κάποια παιδιά που μαθαίνουν μια δεύτερη γλώσσα μοιάζουν αρχικά να μπερδεύονται και με τις δυο γλώσσες, η αλλαγή από γλώσσα σε γλώσσα είναι μια αυτόματη λειτουργία. Τα μικρής ηλικίας δίγλωσσα παιδιά χρησιμοποιούν μεμονομένες λέξεις από τη μια γλώσσα στην άλλη, κυρίως για να ξεκαθαρίσουν αμφιβολίες ή απορίες που μπορεί να έχουν σχετικά με το νόημα των λέξεων. Τα παιδιά πάνω από 9 ετών πάλι συνηθίζουν να παρεμβάλλουν την άλλη γλώσσα με ολόκληρες προτάσεις ή φράσεις, για να περάσουν το μήνυμα που θέλουν και γιατί έχουν την ικανότητα να κατανοούν πιο ολοκληρωμένα νοήματα.

Έρευνες για την ταυτόχρονη χρήση δυο γλωσσών σε δίγλωσσους ενήλικες δείχνουν ότι η ταυτόχρονη χρήση και των δυο γλωσσών γίνεται επίτηδες, με σκοπό να πετύχουν στόχους όπως έναν πιο σοφιστικέ τρόπο ομιλίας, να δώσουν έμφαση σε κάτι που θέλουν να πουν ή απλά για να δηλώσουν την πολιτισμική τους ταυτότητα. Τα παιδιά που μεγαλώνουν σε σπίτια όπου και οι γονείς είναι δίγλωσσοι μαθαίνουν να χρησιμοποιούν και τις δυο γλώσσες με τον τρόπο που τις χρησιμοποιούν οι ενήλικες μέσα στο σπίτι. Οι εκπαιδευτικοί δεν πρέπει να διστάζουμε να χρησιμοποιούμε τη μητρική γλώσσα του παιδιού (αν τη γνωρίζουμε) ταυτόχρονα με την ελληνική (π.χ σε αγγλόφωνους ή γαλλόφωνους μαθητές κλπ), έτσι ώστε να κάνουμε τα παιδιά να νιώθουν πιο άνετα με την πολιτισμική τους ταυτότητα. Ο στόχος είναι και πρέπει να είναι πάντα η επικοινωνία και όχι η στείρα εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας σε αυτά τα παιδιά. Ακόμη κι αν δεν γνωρίζουμε τη γλώσσα των παιδιών μπορούμε να τους ζητάμε να μας μάθουν κάποιες λέξεις ή και εκφράσεις που θα μπορούμε να χρησιμοποιούμε μαζί τους, αλλά και που θα κάνουν και τα υπόλοιπα παιδιά να σεβαστούν τη διαφορετικότητα αυτών των παιδιών.

5. ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΜΑΘΑΙΝΟΥΝ ΜΙΑ ΔΕΥΤΕΡΗ ΓΛΩΣΣΑ ΜΕ ΠΟΛΛΟΥΣ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟΥΣ ΤΡΟΠΟΥΣ.

Τα παιδιά γίνονται δίγλωσσα με διαφορετικούς τρόπους, οι δυο πιο συνηθισμένοι οι δύο πιο κοινές είναι η ταυτόχρονη απόκτηση και των δύο γλωσσών και η διαδοχική απόκτηση μιας δεύτερης γλώσσας. Ένα παιδί που καλείται να μιλήσει και στις δυο γλώσσες και είναι κάτω των τριών ετών, συχνά μαθαίνει ταυτόχρονα και τις δυο γλώσσες. Αν αρχίσει να μαθαίνει τη δεύτερη γλώσσα σε μεγαλύτερη ηλικία ανήκει στη δεύτερη κατηγορία και η εκμάθηση των γλωσσών είναι διαδοχική. Ο βαθμός κατανόησης και χρήσης της δεύτερης γλώσσας ποικίλει από το πόσο εκτίθεται το παιδί στη δεύτερη γλώσσα και από το βαθμό υποστήριξης που λαμβάνει από το περιβάλλον του, καθώς και από το ίδιο το παιδί. Τέσσερις τύποι διγλωσσίας που έχουν να κάνουν με τους παραπάνω δυο τρόπους εκμάθησης είναι οι εξής:

Για τους τύπους 1 και 2 τα παιδιά είχαν «εκτεθεί» και στις δυο γλώσσες ταυτόχρονα και πολύ από πολύ μικρή ηλικία (δηλαδή μιλούσαν και άκουγαν πολύ τη μητρική τους γλώσσα, αλλά και τη δεύτερη γλώσσα που καλούνταν να μάθουν).

Τύπος 1: «Ταυτόχρονη Διγλωσσία», αναφέρεται σε παιδιά που έχουν πρόωρη έκθεση σε δύο γλώσσες και τους έχουν δοθεί πολλές ευκαιρίες να χρησιμοποιήσουν και τις δύο.

Τύπος 2: «Δεκτική Διγλωσσία», αναφέρεται σε παιδιά που έχουν υψηλή έκθεση σε μια δεύτερη γλώσσα, αλλά έχουν μικρή δυνατότητα να τη χρησιμοποιήσουν πρακτικά. (Ο ένας από τους δυο γονείς είναι από άλλη χώρα και μιλάει στο παιδί στη μητρική του γλώσσα, αλλά το παιδί χρησιμοποιεί κατά κύριο λόγο τη γλώσσα που χρησιμοποιείται στη χώρα που ζει ενώ τη γλώσσα την άλλη τη χρησιμοποιεί μόνο με τον γονιό του.)

Για τους τύπους 3 και 4 τα παιδιά μαθαίνουν τη δεύτερη γλώσσα διαδοχικά αφού έχουν μάθει τη μητρική τους γλώσσα.

Τύπος 3: «Ταχείας Διαδοχικής Διγλωσσίας», αναφέρεται σε παιδιά που είχαν μικρή έκθεση σε μια δεύτερη γλώσσα πριν την είσοδο στο σχολείο, αλλά έχουν την ευκαιρία να τη χρησιμοποιήσουν μόλις αρχίζει το σχολείο.

Τύπος 4: «Αργή Διαδοχική Διγλωσσία», αναφέρεται σε παιδιά που είχαν μικρή έκθεση σε μια δεύτερη γλώσσα και που έχουν λίγες ευκαιρίες και χαμηλό κίνητρο για να τη χρησιμοποιήσουν.

Αν και αυτοί οι 4 τύποι αναφέρονται ως βασικοί και συχνότεροι η πολυπλοκότητα της διαδικασίας απόκτησης δεύτερης γλώσσας μπορεί να δώσει κι άλλους τύπους.

6. Η ΓΛΩΣΣΑ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΕΙΤΑΙ ΓΙΑ ΝΑ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΗΣΕΙ ΜΗΝΥΜΑΤΑ.

Τα παιδιά θα εσωτερικεύουν μια δεύτερη γλώσσα, πιο εύκολα, αν τους ζητηθεί να συμμετάσχουν σε ουσιαστικές δραστηριότητες που απαιτούν τη χρήση της γλώσσας. Για τα παιδιά που μαθαίνουν ελληνικά ως δεύτερη γλώσσα, είναι σημαντικό ο εκπαιδευτικός να καταλάβει τις πτυχές της γλώσσας το παιδί έχει αποκτήσει και ποιες δεν έχουν ακόμη κατακτηθεί. Ο Wong Fillmore συνιστά μια σειρά βημάτων που οι εκπαιδευτικοί μπορούν να χρησιμοποιήσουν για να εμπλέξουν τους μαθητές τους:

Να χρησιμοποιούν παιχνίδια ρόλων και δραματοποιήσεις.

Παρουσίαση νέων πληροφοριών στο πλαίσιο των γνωστών πληροφοριών.

Να χρησιμοποιούν απλές δομές, και να αποφύγουν τις πολύπλοκες δομές.

Να επαναλαμβάνουν τις ίδιες προτάσεις και ρουτίνες συχνά.

Να προσαρμόζουν τις ερωτήσεις τους για τα διαφορετικά επίπεδα της γλωσσικής ικανότητας και της συμμετοχής.

7. Η ΓΛΩΣΣΑ ΑΝΑΠΤΥΣΣΕΤΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΣΕ ΕΝΑ ΠΛΟΥΣΙΟ ΣΕ ΓΛΩΣΣΙΚΑ ΕΡΕΘΙΣΜΑΤΑ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

Οι εκπαιδευτικοί που έχουν στην τάξη τους παιδιά που δε γνωρίζουν καλά ελληνικά πρέπει να αποτελούν το καλό παράδειγμα όσον αφορά τη σωστή χρήση της γλώσσας. Συγκεκριμένα, θα πρέπει να ενθαρρύνουν τα παιδιά να μιλούν ελληνικά όσο περισσότερο μπορούν και να προσφέρουν ευκαιρίες για να πλουτίζουν τα παιδιά αυτά το λεξιλόγιό τους. Είναι σημαντικό για τα παιδιά να μαθαίνουν ελληνικά ώστε να συνεννοούνται με τους άλλους στην τάξη όσο το δυνατόν περισσότερο. Το να είναι σε θέση να μιλάνε με τους συμμαθητές του θα τους δώσει ένα μεγαλύτερο κίνητρο να θέλουν να μάθουν και να χρησιμοποιούν τη γλώσσα.

Τα παιδιά αυτά είναι σημαντικό επίσης, να εκτίθενται σε ουσιαστικές δραστηριότητες γραμματισμού. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό για τα παιδιά από σπίτια, όπου τέτοιου είδους δραστηριότητες επικοινωνίας μπορεί να είναι σπάνιες. Είναι ζωτικής σημασίας για τους εκπαιδευτικούς να κάνουν την ομιλία, την ανάγνωση και τη γραφή ελκυστική και σημαντική για τα παιδιά. Πρέπει να ενθαρρύνουν τους μαθητές να μιλήσουν για ανθρώπους, μέρη ή δραστηριότητες που είναι σημαντικές για αυτά. Τα εν λόγω θέματα θα παρακινήσουν τους μαθητές να αναλάβουν ρίσκα με τη γλώσσα που δεν θα μπορούσαν να αναλάβουν με ανούσια για αυτά θέματα.

8. ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΘΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΝΘΑΡΡΥΝΟΝΤΑΙ ΝΑ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΖΟΝΤΑΙ ΜΕ ΤΗ ΓΛΩΣΣΑ

Η εκμάθηση δεύτερης γλώσσας είναι παρόμοια με την εκμάθηση της κύριας γλώσσας, ένα παιδί χρειάζεται να πειραματιστεί και να παράγει προτάσεις, που μπορεί να είναι ανακριβείς, αλλά αντικατοπτρίζουν τη συνήθη γλωσσική ανάπτυξη. Με τον τρόπο αυτό, το παιδί προσπαθεί να υπολογίσει τους κανόνες που διέπουν τη γλώσσα. Για να διορθώσουν την ομιλία του παιδιού, οι εκπαιδευτικοί θα πρέπει να αναδιατυπώνουν ή να επεκτείνουν σε ό, τι το παιδί έχει ήδη πει. Η ανάδραση από τους συμμαθητές θα βοηθήσει, επίσης, τα παιδιά καθορίζουν ποιες φράσεις είναι σωστές και ποιές λάθος. Ενώ τα παιδιά μπορεί να φαίνεται ότι κάνουν περισσότερα λάθη κατά τη διάρκεια του πειραματισμού, τότε είναι που πραγματικά μαθαίνουν να εσωτερικεύουν τα βασικά κομμάτια της σωστής χρήσης της γλώσσας. Τεστάρουν αυτά τα κομμάτια της γλώσσας με τη χρήση τους σε καταστάσεις που μπορεί ή δεν μπορεί να είναι κατάλληλες. Η ανατροφοδότηση που λαμβάνουν τα βοηθά να εξακριβώσουν αν έχουν μαντέψει σωστά.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ:

Αν συνεχιστούν οι σημερινές δημογραφικές τάσεις, οι περισσότεροι εκπαιδευτικοί θα αντιμετωπίσουν πολιτιστικά και γλωσσικά ποικιλόμορφους μαθητές στις τάξεις τους. Οι εκπαιδευτικοί πρέπει να κατανοήσουν τη διαδικασία της εκμάθησης δεύτερης γλώσσας και πώς να αλλάξουν το εκπαιδευτικό στυλ τους, ώστε να καλύπτουν τις ανάγκες των μαθητών τους. Οι προσαρμογές στη διδασκαλία, όμως, δεν πρέπει να περιλαμβάνουν την πτώση του επιπέδου των μαθητών τους. Αντ’ αυτού, οι εκπαιδευτικοί θα πρέπει να ενθαρρυνθούν να διατηρήσουν τα υψηλά πρότυπα τους και να αναπτύξουν μεθόδους που θα προωθήσουν την επίτευξη από όλους τους μαθητές τους, καθώς θα γίνονται εγγράμματοι ενήλικες.

Μάρλεν Κεφαλίδου

Πηγή: www.kindykids.gr

kalosdaskalos.blogspot.com