Σχεδόν εννέα στους δέκα πολίτες της ΕΕ θεωρούν ότι η ικανότητα ομιλίας ξένων γλωσσών είναι πολύ χρήσιμη και το 98% δηλώνουν ότι η γλωσσομάθεια θα είναι θετική για το μέλλον των παιδιών τους, σύμφωνα με νέα δημοσκόπηση του Ευρωβαρόμετρου σχετικά με τη στάση των πολιτών της ΕΕ για την πολυγλωσσία και την εκμάθηση ξένων γλωσσών.

Ωστόσο, μια ξεχωριστή μελέτη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η πρώτη ευρωπαϊκή έρευνα για τις γλωσσικές ικανότητες, υπογραμμίζει ότι υπάρχει χάσμα μεταξύ των φιλοδοξιών και της πραγματικότητας όσον αφορά τις δεξιότητες σε ξένες γλώσσες στην πράξη: οι εξετάσεις που πραγματοποιήθηκαν μεταξύ των εφήβων μαθητών σε 14 ευρωπαϊκές χώρες δείχνουν ότι μόνο το 42% έχουν καλή γνώση της πρώτης τους ξένης γλώσσας και μόνο το 25% της δεύτερης. Ένας σημαντικός αριθμός, το 14%, στην περίπτωση της πρώτης ξένης γλώσσας και το 20% στη δεύτερη, δεν περνούν με επιτυχία ούτε το επίπεδο του «βασικού χρήστη».

Δέκα χρόνια μετά τη δήλωση της Βαρκελώνης το 2002 με την οποία οι αρχηγοί κρατών και κυβερνήσεων ζήτησαν να αρχίζει η διδασκαλία τουλάχιστον δύο ξένων γλωσσών από πολύ νεαρή ηλικία, οι Ευρωπαίοι γνωρίζουν σε μεγάλο βαθμό τα πλεονεκτήματα της πολυγλωσσίας. Σχεδόν τα τρία τέταρτα (72%) συμφωνούν με το στόχο αυτό και το 77% πιστεύουν ότι θα πρέπει να αποτελεί πολιτική προτεραιότητα. Περισσότερο από το ήμισυ των ευρωπαίων πολιτών (53%) χρησιμοποιούν ξένες γλώσσες στην εργασία τους και το 45% θεωρούν ότι απέκτησαν καλύτερη δουλειά στη χώρα τους χάρη στη γνώση ξένων γλωσσών.

Ωστόσο, ο αριθμός των Ευρωπαίων που δήλωσαν ότι μπορούν να συνεννοούνται σε μια ξένη γλώσσα μειώθηκε ελαφρά, από το 56% στο 54%. Αυτό οφείλεται εν μέρει στο γεγονός ότι τα ρωσικά και τα γερμανικά δεν είναι πλέον υποχρεωτικά στα σχολικά προγράμματα στις χώρες της κεντρικής και της ανατολικής Ευρώπης.

Το ποσοστό των μαθητών που γνωρίζουν καλά την πρώτη τους ξένη γλώσσα κυμαίνεται από 82% στη Μάλτα και τη Σουηδία (όπου τα αγγλικά είναι η πρώτη ξένη γλώσσα) μέχρι μόλις 14% στη Γαλλία (που μαθαίνουν αγγλικά) και 9% στην Αγγλία (που μαθαίνουν γαλλικά). Μία από τις πιο αξιοσημείωτες αλλαγές από το 2005 είναι ότι το διαδίκτυο έχει ενθαρρύνει τα άτομα να διευρύνουν τις «παθητικές» δεξιότητες ανάγνωσης και προφορικής κατανόησης ξένων γλωσσών. Ο αριθμός των Ευρωπαίων που χρησιμοποιούν τακτικά ξένες γλώσσες στο διαδίκτυο, μέσω για παράδειγμα των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, έχει αυξηθεί κατά 10 ποσοστιαίες μονάδες, από 26% σε 36%.

Επόμενα βήματα

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επιθυμεί να ενισχύσει τη στήριξη για την εκμάθηση γλωσσών μέσω του νέου προγράμματος «Erasmus για όλους». Η εκμάθηση γλωσσών είναι ένας από τους έξι ειδικούς στόχους και η Επιτροπή προτίθεται να ενισχύσει τη χρηματοδότηση για μαθήματα γλωσσών για τα άτομα που επιθυμούν να σπουδάσουν, να επιμορφωθούν ή να είναι εθελοντές στο εξωτερικό. Η Επιτροπή θα έχει προτείνει μέχρι το τέλος του 2012 ένα ευρωπαϊκό σημείο αναφοράς για τις γλωσσικές γνώσεις το οποίο θα εκτιμήσει την πρόοδο των κρατών μελών για τη βελτίωση της διδασκαλίας και της εκμάθησης γλωσσών.

Τα αποτελέσματα του Ευρωβαρόμετρου «Οι Ευρωπαίοι και οι γλώσσες τους» και η ευρωπαϊκή έρευνα για τις γλωσσικές γνώσεις θα συζητηθεί σε διεθνή διάσκεψη που θα πραγματοποιηθεί στη Λεμεσό (Κύπρο), η οποία θα συμπέσει με την επόμενη ευρωπαϊκή ημέρα των γλωσσών (26 Σεπτεμβρίου).

Ιστορικό

Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Βαρκελώνης το 2002 ζήτησε να ληφθούν μέτρα για «να βελτιωθεί η απόκτηση βασικών δεξιοτήτων, ειδικότερα με τη διδασκαλία δύο τουλάχιστον ξένων γλωσσών από πολύ νεαρή ηλικία» και για τη «θέσπιση δείκτη γλωσσικών ικανοτήτων».

Η έρευνα του Ειδικού Ευρωβαρόμετρου (386) για τους Ευρωπαίους και τις γλώσσες τους πραγματοποιήθηκε την άνοιξη του 2012. Σχεδόν 27 000 άτομα ερωτήθηκαν σε προσωπικές συνεντεύξεις στη μητρική τους γλώσσα. Καλύφθηκαν και τα 27 κράτη μέλη και οι συμμετέχοντες αντιπροσώπευαν διάφορες κοινωνικές και δημογραφικές ομάδες.

Τα γερμανικά είναι η ευρύτερα ομιλούμενη μητρική γλώσσα (16%), και ακολουθούν τα ιταλικά και τα αγγλικά (13% η κάθε μία), τα γαλλικά (12%), και στη συνέχεια τα ισπανικά και τα πολωνικά (8% η κάθε μία).

Οι χώρες που παρουσιάζουν τις πλέον αξιοσημείωτες αυξήσεις στο ποσοστό των συμμετεχόντων που απαντούν ότι μπορούν να μιλήσουν τουλάχιστον μία ξένη γλώσσα αρκετά καλά ώστε να κάνουν μια συζήτηση, σε σύγκριση με τα δεδομένα από την έρευνα του Ευρωβαρόμετρου του 2005, είναι η Αυστρία (+16 ποσοστιαίες μονάδες, 78%), η Φινλανδία (+6 ποσοστιαίες μονάδες, 75%), και η Ιρλανδία (+6 ποσοστιαίες μονάδες, 40%).

Αντίθετα το ποσοστό που μπορεί να μιλά τουλάχιστον μία ξένη γλώσσα έχει μειωθεί αισθητά στη Σλοβακία (-17 ποσοστιαίες μονάδες, 80%), η Τσεχική Δημοκρατία (-12 μονάδες, 49%), η Βουλγαρία (-11 μονάδες, 48%), η Πολωνία (-7 μονάδες, 50%), και η Ουγγαρία (-7 μονάδες, 35%). Στις χώρες αυτές από το 2005 σημειώθηκε μια μείωση του ποσοστού που μπορεί να μιλά ξένες γλώσσες όπως ρωσικά και γερμανικά.

Οι πέντε περισσότερο ομιλούμενες ξένες γλώσσες παραμένουν τα αγγλικά (38%), τα γαλλικά (12%), τα γερμανικά (11%), τα ισπανικά (7%) και τα ρωσικά (5%). Σε εθνικό επίπεδο τα αγγλικά είναι η περισσότερο ομιλούμενη ξένη γλώσσα σε 19 από τα 25 κράτη μέλη όπου δεν είναι επίσημη γλώσσα (δηλαδή με εξαίρεση το ΗΒ και την Ιρλανδία).

Για πρώτη φορά διερευνήθηκε και η στάση όσον αφορά το ρόλο της μετάφρασης στην υγεία και την ασφάλεια, την εκπαίδευση, την αναζήτηση θέσης εργασίας, την πληροφόρηση και την ψυχαγωγία, όπως κινηματογραφικές ταινίες και ανάγνωση. Οι προηγούμενες έρευνες του Ευρωβαρόμετρου σχετικά με τις γλώσσες διενεργήθηκαν για λογαριασμό της Επιτροπής το 2001 και το 2005.

Η ευρωπαϊκή έρευνα για τις γλωσσικές γνώσεις διεξήχθη την άνοιξη του 2011 και τα αποτελέσματα δημοσιεύονται σήμερα ύστερα από διεξοδική ανάλυση. Εξετάστηκαν περίπου 54 000 μαθητές σε 14 χώρες και 16 εκπαιδευτικά συστήματα (οι τρεις γλωσσικές κοινότητες του Βελγίου, η Βουλγαρία, η Κροατία, η Αγγλία, η Εσθονία, η Γαλλία, η Ελλάδα, η Μάλτα, οι Κάτω Χώρες, η Πολωνία, η Πορτογαλία, η Σλοβενία, η Ισπανία και η Σουηδία). Από την αξιολόγηση προέκυψαν συγκρίσιμα στοιχεία σχετικά με το επίπεδο των γνώσεων ξένης γλώσσας των μαθητών ηλικίας 14-15 ετών. Σε κάθε χώρα εξετάστηκαν οι ικανότητες ανάγνωσης, προφορικής κατανόησης και γραπτής έκφρασης σε δύο από τις πέντε πλέον διδασκόμενες επίσημες γλώσσες της ΕΕ: αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, ιταλικά και ισπανικά. Επιπλέον, με βάση τα ερωτηματολόγια που συμπληρώθηκαν από τους μαθητές, καθώς και από περίπου 5 000 καθηγητές ξένων γλωσσών και 2 250 διευθυντές σχολείων, η αξιολόγηση διαπιστώνει ότι οι ικανότητες εκμάθησης γλωσσών συνδέονται στενά με τα προσωπικά κίνητρα, τα οποία με τη σειρά τους συνδέονται με την οικογενειακή κατάσταση, την εκπαίδευση όσο και την κοινωνία γενικότερα.

Περίληψη Ευρωβαρόμετρου

Εθνικό ενημερωτικό δελτίο