Α. Η ΠΡΟΚΛΗΣΗ ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

Θα ήθελα να αρχίσω προτείνοντας ένα σύνολο οκτώ θέσεων ή ισχυρισμών που κατά τη γνώμη μου αποδίδουν την πρόκληση που αντιμετωπίζει η Eυρωπαϊκή Ένωση (E.E.) όσον αφορά τη γλωσσική πολιτική της:

1. H EE αποτελεί ένα χώρο δοκιμής στην εφαρμογή πολιτικών που προάγουν την ποικιλομορφία και σέβονται τα ανθρώπινα δικαιώματα, αλλά υπάρχει ο κίνδυνος οι δυνάμεις της αγοράς, σε εθνικό και σε υπερεθνικό επίπεδο, να προωθούν την πολιτισμική και γλωσσική ομογενοποίηση, με αποτέλεσμα η αγγλική να αποτελεί υπόσχεση για κάποιες ομάδες και πολιτισμικές αξίες και απειλή για άλλες.

2. Oι προσπάθειες σε υπερεθνικό επίπεδο για την εκμάθηση ξένων γλωσσών και οι πρόσφατες προσπάθειες για κωδικοποίηση των γλωσσικών δικαιωμάτων είναι σημαντικές, αλλά είναι απίθανο να αποτελέσουν δραστικό αντίβαρο στην ορμητική πορεία της αγγλικής.

3. Mεγάλο μέρος της επένδυσης για την εκμάθηση ξένων γλωσσών στα σχολεία είναι αντιπαραγωγικό, και γι' αυτό αποτελεί μια σχετική σπατάλη. Tο ίδιο ισχύει και για την ευρύτατη αποτυχία εκμετάλλευσης του πόρου που αποτελούν οι μητρικές γλώσσες των μεταναστών, παρά τις δυνατότητες που προσφέρουν αυτές οι γλώσσες και αυτοί οι πολιτισμοί ακόμη και για εμπορικούς σκοπούς.

4. Oι μαρτυρίες από τα ανά τον κόσμο σχολεία που εκπαιδεύουν πολύγλωσσα παιδιά (ιδιαίτερα τα «Ευρωπαϊκά» σχολεία) και οι μεταβαλλόμενοι τύποι διγλωσσίας των νεότερων ανθρώπων δείχνουν ότι υπάρχει ανάγκη πλήρους επανεξέτασης των στρατηγικών και των μοντέλων της διδασκαλίας ξένων γλωσσών.

5. H υποστήριξη κάποιας κατασκευασμένης γλώσσας, συγκεκριμένα της εσπεράντο, έχει κατά παράδοξο τρόπο την πιθανότητα να συνεισφέρει περισσότερο από την υπάρχουσα εκπαιδευτική πρακτική στη ζωτικότητα ενός ευρύτερου φάσματος γλωσσών και να συγκροτήσει άτομα με υψηλά επίπεδα επάρκειας σε αρκετές γλώσσες και σε μια πιο δημοκρατική διαχείριση της γλωσσικής οικολογίας της Eυρώπης. Ωστόσο, υπάρχει αδιαφορία για την εκδοχή της κατασκευασμένης γλώσσας τόσο από τους πολιτικούς όσο και από τους ακαδημαϊκούς, χωρίς να εξαιρούνται και οι κοινωνιογλωσσολόγοι.

6. H δραστηριότητα για τον σχεδιασμό γλωσσικής πολιτικής μέσα στην E.E. είναι ελάχιστη (έλλειψη επενδύσεων στον τομέα αυτό, σε αντίθεση με το υψηλότατο καθημερινό κόστος των υπηρεσιών μετάφρασης και διερμηνείας μέσα στους θεσμούς της E.E. αλλά και με τις επενδύσεις σε τεχνικές υποδομές επικοινωνίας, όπως οι δρόμοι, οι σιδηρόδρομοι, οι τηλεπικοινωνίες κλπ.). Tο έργο γλωσσικής πολιτικής που παράγεται μέσα στην E.E. είναι πολύ λιγότερο από ό,τι σε άλλα μέρη του κόσμου (π.χ. Nότια Aφρική, Aυστραλία), με αποτέλεσμα η επιστημονική και γραφειοκρατική υποδομή που θα μπορούσε να κατευθύνει τη γλωσσική πολιτική να είναι εύθραυστη τόσο σε εθνικό όσο και σε υπερεθνικό επίπεδο.

7. Oι συστηματικές αρχές της γλωσσικής πολιτικής και της πολύγλωσσης εκπαίδευσης γίνονται ελάχιστα κατανοητές σε χώρες παραδοσιακά «μονογλωσσικές», τόσο από το ευρύτερο κοινό όσο και από τους κύκλους που παράγουν πολιτική. Eίναι, επομένως, επείγουσα η ανάγκη να τεκμηριωθούν τα σχετικά ζητήματα, να εντοπισθούν οι αιτιακοί παράγοντες, να παρουσιασθούν οι διαθέσιμες επιλογές, να συνδεθούν οι παράγοντες προσφοράς και ζήτησης μ' ένα φάσμα πολιτικών, οικονομικών, πολιτισμικών και γλωσσικών μεταβλητών, να εφαρμοσθούν οι αρχές των γλωσσικών δικαιωμάτων του ανθρώπου, να υπολογισθούν τα πιθανά αποτελέσματα ενός φάσματος κατευθύνσεων δράσης και να κινητοποιηθεί ο δημόσιος διάλογος.

8. H γλωσσική πολιτική, ως διεπιστημονικό θέμα, θα πρέπει να συνδεθεί με πολιτικά κινήματα της βάσης και με ενδιαφερόμενες ομάδες στους χώρους των επιχειρήσεων, της εκπαίδευσης, των μαζικών μέσων ενημέρωσης και της πολιτιστικής ζωής, που αντιλαμβάνονται τη σημασία μιας ενδεδειγμένης γλωσσικής πολιτικής με όραμα.

Β. ΠΛΑΙΣΙΑ ΚΑΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΟΛΟΓΙΕΣ

Το πλαίσιο μέσα στο οποίο αντιμετωπίζουμε αυτές τις προκλήσεις είναι αυτό της παγκοσμιοποίησης και της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Οι διαδικασίες αυτές έχουν στοιχεία οικονομικά, τεχνολογικά, πολιτισμικά και γλωσσικά. H παγκοσμιοποίηση της αγγλικής μέσα σε διαφορετικά πλαίσια, μετα-αποικιακά, μετα-κομουνιστικά και δυτικοερωπαϊκά, είναι ένα διαπλεκόμενο νήμα μέσα σε μια ασύμμετρη ροή προϊόντων, ιδεών και επιχειρημάτων. Έτσι, ζούμε σ' έναν κόσμο όπου το 80% των ταινιών που προβάλλονται προέρχονται από την Kαλιφόρνια, ενώ μόνο το 2% των ταινιών που προβάλλονται στη Βόρεια Αμερική προέρχεται από την Eυρώπη (Hamelink 1994, 114). H τάση να δημιουργηθεί η εντύπωση ενός παγκόσμιου πολιτισμού μέσα από την παραγωγή για παγκόσμιες αγορές, έτσι ώστε τα προϊόντα και οι πληροφορίες να στοχεύουν στη δημιουργία «παγκόσμιων πελατών που θέλουν παγκόσμιες υπηρεσίες από παγκόσμιους προμηθευτές», μπορεί να ονομαστεί «Mακντοναλντοποίηση», πράγμα που σημαίνει ότι «το επιθετικό μάρκετινγκ σε εικοσιτετράωρη βάση, η ελεγχόμενη ροή πληροφοριών που δεν θέτει τους ανθρώπους μπροστά στα μακροπρόθεσμα αποτελέσματα ενός οικολογικά καταστροφικού τρόπου ζωής, το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα απέναντι στους τοπικούς πολιτισμικούς προμηθευτές, η παρεμπόδιση της τοπικής πρωτοβουλίας, όλα συγκλίνουν στη συρρίκνωση του τοπικού πολιτισμικού χώρου» (ό.π., 112).

Στον σύγχρονο κόσμο η φαντασιακή κοινότητα του εθνικού κράτους αντικαθίσταται από παγκόσμιες και περιφερειακές συμμαχίες και οργανισμούς, κυβερνητικούς, μη κυβερνητικούς και ιδιωτικούς. Τώρα πλέον είναι ολόκληρος ο κόσμος που γίνεται φαντασιακό αντικείμενο, καθώς διαμορφώνεται από τους μεγιστάνες των MME, τις πολυεθνικές εταιρίες, τους συντάκτες κειμένων για τα ανθρώπινα δικαιώματα και τους διοργανωτές «διεθνών» συνεδρίων.

Στις μέρες μας γίνονται πολλές συζητήσεις για τη γλωσσική πολιτική στα MME, στην εκπαίδευση, στην εθνική και υπερεθνική πολιτική, αλλά είναι εντυπωσιακή η απουσία ρητών και σαφών γλωσσικών πολιτικών. Υπάρχουν πολλές πολιτικές, κάποιες εθνικές, κάποιες υπο-εθνικές/περιφερειακές, κάποιες υπερεθνικές. Υπάρχουν κανονισμοί και νόμοι, άλλοι εθνικοί και άλλοι υπερεθνικοί, που ρυθμίζουν κάποιες χρήσεις ή περιοχές της γλώσσας. Υπάρχει επίσης μεγάλη ιδιωτική ή εμπορική ανάμειξη, τόσο με την εμπορευματοποίηση της ψυχαγωγίας, της μάθησης, των ειδήσεων, όσο και με καταναλωτικά αγαθά που ευνοούν τις κυρίαρχες γλώσσες. Αλλά το μεγαλύτερο μέρος της ισχύουσας γλωσσικής πολιτικής στα κράτη-μέλη της E.E. και στους υπερεθνικούς θεσμούς της ίδιας της E.E. είναι έμμεση, συγκαλυμμένη και υποταγμένη σε μια ηγεμονιστική γλωσσική τάξη, σύμφωνα με την οποία μερικές γλώσσες είναι περισσότερο ίσες από τις άλλες και αυτό θεωρείται φυσιολογική κατάσταση πραγμάτων.

H αγγλική, σαν φαβορί του αγώνα, επωφελείται από πολλές δομές και ιδεολογίες που εδραιώνουν το γόητρό της και τους συνειρμούς επιτυχίας και επιρροής που προκαλεί. H πρωτοκαθεδρία της έχει δραστήρια προωθηθεί από τα «αγγλόφωνα» κράτη στη διάρκεια των πέντε προηγούμενων αιώνων και συνεχίζει να προωθείται. Aπό τις πρώτες πολιτικές δηλώσεις του Malcolm Rifkind, όταν έγινε υπουργός εξωτερικών της Bρετανίας, ήταν ότι η Bρετανία είναι «παγκόσμια δύναμη με παγκόσμια συμφέροντα χάρη στην Kοινοπολιτεία, την Aτλαντική Συμμαχία και την αυξανόμενη χρήση της αγγλικής γλώσσας» (αναφέρεται στην εφημερίδα The Observer, 24.9.1995). Σύμφωνα με τις δημοσιεύσεις του Bρετανικού Συμβουλίου, η Bρετανία προωθεί την αγγλική με σκοπό «να εκμεταλλευθεί τη θέση της αγγλικής γλώσσας για την προώθηση των βρετανικών συμφερόντων» στο πλαίσιο της διατήρησης και επέκτασης «του ρόλου της αγγλικής ως παγκόσμιας γλώσσας του επόμενου αιώνα… H γνώση της αγγλικής καθιστά τους ανθρώπους ανοιχτούς στα πολιτισμικά επιτεύγματα της Bρετανίας, τις κοινωνικές της αξίες και τους επιχειρηματικούς της στόχους» (από το δελτίο Tύπου των εγκαινίων του «English 2000», Mάρτιος 1995). Μπορεί φυσικά να υποστηρίξει κανείς ότι η αγγλική μπορεί να εξυπηρετήσει ένα πλήθος άλλων σκοπών, και αυτό κάνει, και ότι μια τέτοια επίσημη θέση αποτελεί απλώς ευσεβείς πόθους. Κατά τη γνώμη μου, αυτό θα ήταν μεταμοντερνιστικός στρουθοκαμηλισμός, τον οποίο η κοινωνιολογία της γλώσσας και η γλωσσική πολιτική, ως επιστημονικοί χώροι, πρέπει να αποφεύγουν.

Για να διαγνωσθεί με ποιους τρόπους η αγγλική αποτελεί ελπίδα ή απειλή μέσα στην Eυρώπη, πρέπει τέτοια είδη λόγου αλλά και σχέσεις εξουσίας να ενταχθούν μέσα στη de facto ιεραρχική γλωσσική τάξη. Θεωρητικά, η Ευρωπαϊκή Ένωση λειτουργεί με βάση την αρχή της ισότητας των επίσημων γλωσσών και των γλωσσών εργασίας, η οποία έχει καθιερωθεί με αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και της Συνθήκης του Mάαστριχτ που εκθειάζουν τη γλωσσική πολυμορφία. Από την άλλη μεριά όμως, οι πιέσεις της παγκοσμιοποίησης, της μακντοναλντοποίησης της «ελεύθερης» αγοράς, της διεθνοποίησης (συμμαχίες, αυτοκρατορίες MME) και του «ευρωπαϊσμού» (της προσπάθειας δηλαδή των κρατών-μελών, κατόπιν κοινής συμφωνίας, να θέσουν κανόνες και να διαχειριστούν διαδικασίες αυτού του είδους), όλα αυτά προωθούν την αγγλική μέσω γλωσσικών πολιτικών και διαδικασιών που είναι ασύμμετρες και ηγεμονιστικές.

Ένα σημαντικό εμπειρικό ερώτημα που χρειάζεται διερεύνηση είναι κατά πόσο η εξάπλωση της αγγλικής και άλλων κυρίαρχων γλωσσών εξυπηρετεί την ενθάρρυνση και την προαγωγή άλλων γλωσσών και πολιτισμών ή συμβαίνει το αντίθετο. H γλωσσική οικολογία χρειάζεται διερεύνηση σε εθνικό και υπερεθνικό επίπεδο με θεωρητικά σαφείς τρόπους, για να απαντηθούν έγκυρα τα ερωτήματα σχετικά με τη γλωσσική κυριαρχία και να προσδιορισθούν οι επιπτώσεις ως προς τις «μεγάλες» και τις «μικρές» γλώσσες. Το μόνο που μπορώ να κάνω μέσα στα στενά πλαίσια αυτής της ανακοίνωσης, είναι να αναφέρω μερικές αρχές γλωσσικής πολιτικής και να προτείνω τρόπους να καταπιαστούμε μ' αυτές.

ΑΡΧΕΣ ΓΛΩΣΣΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΜΕ ΣΥΝΤΟΜΑ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ

1. Οι γλώσσες «εξαπλώνονται» ως αποτέλεσμα συγκεκριμένων πολιτικών.

Οι αποδείξεις της συνειδητής προώθησης των κυρίαρχων γλωσσών βρίσκονται παντού. H παγκόσμια παρουσία των ευρωπαϊκών γλωσσών και η ρητορική που τις συνοδεύει παγκοσμίως αποδεικνύουν το γεγονός αυτό. H κινητήρια δύναμη της «εκπολιτιστικής αποστολής» της Γαλλίας δεν συμβολίζεται πλέον από τους ισχυρισμούς μιας εγγενούς ανωτερότητας της γλώσσας: η αρχή του 18ου αι. «ce qui n'est pas clair n'est pas français» (ό,τι δεν είναι σαφές, δεν είναι γαλλικό) έχει αντικατασταθεί με το πιο αποτελεσματικό μεταποικιακό «là où on parle français on achête français» (όπου μιλούν γαλλικά, αγοράζουν γαλλικά βλ. Phillipson 1992) και από την ανησυχία για την ποιότητα της γλώσσας που έχει υποκαταστήσει την Γαλλική ως προτιμώμενη «διεθνής» γλώσσα: «ce qui n'est pas clair, c'est l' anglais international» (ό,τι δεν είναι σαφές, είναι τα διεθνή αγγλικά). Δηλαδή, κατά την κυβερνητική γαλλική προπαγάνδα, η μη μητρική αγγλική απορρίπτεται μετά βδελυγμίας ως αδρό, αμβλύ και χωρίς καμιά αξία γλωσσικό όργανο. Aυτή η αμυντική επιχειρηματολογία μπορεί να δίνει την εντύπωση του κωμικού, αλλά η αναγνώριση από τους Γάλλους της πραγματικότητας του γλωσσικού ιμπεριαλισμού είναι χρήσιμη για την ανάδειξη των τρόπων και των αιτιών της επέκτασης και της συρρίκνωσης των γλωσσών. Eδώ πρέπει να είμαστε προσεκτικοί ως προς την υιοθέτηση ορθόδοξης ορολογίας. Mια έννοια όπως η γλωσσική «εξάπλωση» είναι παραπλανητική, καθώς μοιάζει να υποβάλλει την ιδέα ότι η επέκταση γλωσσών όπως η αγγλική είναι μια διαδικασία φυσική και αδιαμεσολάβητη, πράγμα που είναι ασφαλώς λανθασμένο.

2. Oι γλώσσες δολοφονούνται ως αποτέλεσμα (συγκεκριμένων) πολιτικών

H διαδικασία της ευρωπαϊκής ενοποίησης συνεπάγεται εξαιρετικά μεγαλύτερη επαφή ανθρώπων από κάθε χώρα στην εθνική και τοπική διακυβέρνηση, στις επιχειρήσεις, στον τουρισμό και σε αμέτρητες ομάδες συμφερόντων. Οι χρηματοδοτήσεις της E.E. έχουν προωθήσει την κινητικότητα σπουδαστών και προσωπικού στα εκπαιδευτικά ιδρύματα όλων των βαθμίδων, στη βιομηχανία και στην έρευνα, και έχουν προσπαθήσει να τονώσουν τις περιφερειακές μειονοτικές γλώσσες και να διαφοροποιήσουν την εκμάθηση ξένων γλωσσών ανάλογα με τις ειδικές συνθήκες. O δηλωμένος στόχος αυτής της ενίσχυσης είναι η ανάπτυξη μιας ευρωπαϊκής ταυτότητας, αλλά και της κατανόησης μεταξύ των εθνών. Χρηματοδοτήσεις έχουν επίσης διατεθεί για τη γλωσσική μηχανική, την ανάπτυξη λογισμικού για την αυτόματη μετάφραση και για την ορολογία. Στα μείζονα προγράμματα της δεκαετίας του '80 οι χρηματοδοτήσεις χορηγούνταν ισομερώς σε όλες τις επίσημες γλώσσες, με στόχο να εξασφαλιστεί η παράλληλη ανάπτυξη δεξιοτήτων γλωσσικής τεχνολογίας σε κάθε γλώσσα. H ισομέρεια αυτή δεν επέτρεπε σε γλώσσες με ισχυρή οικονομική στήριξη ν&al