Ο πρώτος κοινοτικός κανονισμός που όριζε τις επίσημες γλώσσες θεσπίστηκε το 1958. Συγκεκριμένα, όριζε τα γαλλικά, τα γερμανικά, τα ιταλικά και τα ολλανδικά ως τις πρώτες επίσημες γλώσσες και γλώσσες εργασίας της ΕΕ, καθώς επρόκειτο για τις γλώσσες των τότε κρατών μελών.
Έκτοτε, ο αριθμός των επίσημων γλωσσών και γλωσσών εργασίας έχει αυξηθεί με την ένταξη νέων χωρών στην ΕΕ. Ωστόσο, ο αριθμός των επίσημων γλωσσών είναι μικρότερος από τον αριθμό των κρατών μελών, δεδομένου ότι ορισμένες χώρες έχουν την ίδια γλώσσα. Στο Βέλγιο, για παράδειγμα, οι επίσημες γλώσσες είναι τα γαλλικά, τα ολλανδικά και τα γερμανικά, ενώ στην Κύπρο η πλειονότητα του πληθυσμού μιλά ελληνικά, που είναι επίσημη γλώσσα του κράτους.
Ο χαρακτηρισμός μιας γλώσσας ως "επίσημης και γλώσσας εργασίας" έχει δύο βασικές συνέπειες:
- Τα έγγραφα που αποστέλλονται στα ευρωπαϊκά όργανα καθώς και οι απαντήσεις τους μπορούν να συντάσσονται σε μία από τις γλώσσες αυτές
- Οι ευρωπαϊκοί κανονισμοί και άλλα νομοθετικά έγγραφα, καθώς και η Επίσημη Εφημερίδα, δημοσιεύονται σε όλες αυτές τις γλώσσες
Λόγω χρονικών και δημοσιονομικών περιορισμών, ένας μικρός σχετικά αριθμός εγγράφων εργασίας μεταφράζεται προς όλες τις γλώσσες. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή χρησιμοποιεί εν γένει τα αγγλικά, τα γαλλικά και τα γερμανικά ως διαδικαστικές γλώσσες, ενώ το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο παρέχει υπηρεσίες μετάφρασης προς διάφορες γλώσσες, ανάλογα με τις ανάγκες των μελών του.
europa.eu