Πώς η αντιμετώπιση των γλωσσών ως ζωντανών οργανισμών επηρεάζει το πώς αντιλαμβανόμαστε την ιστορία των γλώσσών.

Ευθ. Φοίβου Παναγιωτίδη

Η γέννηση των γλωσσών

Αν οι γλώσσες ήταν ζωντανοί οργανισμοί, θα μπορούσαμε να τις παραλληλίσουμε, ας πούμε, με δέντρα. Κάποιες γλώσσες θα ήταν νεαρά δενδρύλλια, έχοντας ενδεχομένως ξεκινήσει ως παραφυάδες. Κάποιες θα ήταν ώριμα δέντρα, καρποφόρα ενδεχομένως. Κάποιες άλλες υπεραιωνόβιες σεκόγιες ή πανάρχαιες ελιές. Τέλος, κάποιες γλώσσες θα μπορούσαν να μην είναι πια παρά απλώς νεκροί κορμοί.

Ακόμα και αν δεν αντιλαμβανόμαστε ρητά και ξεκάθαρα τις γλώσσες ως ζωντανούς οργανισμούς, οι περισσότεροι από εμάς οπωσδήποτε έχουμε μια εποπτεία της παλαιότητας ή της καινοφάνειας των γλωσσικών ποικιλιών. Σχεδόν όλοι θα συμφωνούσαμε ότι τα ελληνικά είναι μια πανάρχαια γλώσσα, αφού τοποθετούμε την απαρχή τους στη μυκηναϊκή εποχή (γύρω στον 15ο αιώνα π.Χ.), ότι τα αγγλικά δεν είναι τόσο παλιά (αφού θεωρείται ότι εμφανίζονται στα μέσα του 5ου αιώνα μ.Χ.) ενώ τα ιταλικά συμβατικά ξεκινούν το 960 μ.Χ. Τέλος, γλώσσες όπως τα σλοβακικά θα έπαιζαν τον ρόλο του δενδρυλλίου, αφού χρονολογούνται μόλις από τον 18ο αιώνα, προϊόν προτυποποίησης και κωδικοποίησης των δυτικών σλαβικών ποικιλιών που μιλιούνταν στο βόρειο μέρος του τότε βασιλείου της Ουγγαρίας.

Αυτός ο τρόπος να αντιλαμβανόμαστε την ιστορία των γλωσσών έχει λοιπόν τις καταβολές του στην αντίληψη ότι οι γλώσσες είναι ζωντανοί οργανισμοί: κάποιοι από αυτούς τυχαίνει να έχουν ζήσει περισσότερο από όλους – ή και να προορίζονται να ζήσουν περισσότερο από άλλους. Ωστόσο εξετάζοντας αυτή την οπτική λίγο πιο προσεκτικά, και χωρίς να χρειαστεί να μπούμε σε πολλές λεπτομέρειες, διακρίνουμε κάποια προβλήματα. Πρώτα απ’ όλα, οι γλώσσες δε φυτρώνουν από σπόρους, δεν αναφύονται από το μηδέν. Η μυκηναϊκή ελληνική προέρχεται από μια πρωτοελληνική ποικιλία (της οποίας δεν έχουμε γραπτά μνημεία), η οποία με τη σειρά της προέρχεται από κάποια δυτική διάλεκτο της πρωτο-ινδοευρωπαϊκής γλώσσας.


Η αρχαία αγγλική αποτελεί εξέλιξη δυτικών γερμανικών διαλέκτων, οι οποίες με τη σειρά τους προέρχονται από μια πρωτογερμανική ποικιλία – απόγονος και αυτή κάποιας δυτικής διαλέκτου της πρωτο-ινδοευρωπαϊκής γλώσσας. Τα ιταλικά «αρχίζουν» εκεί όπου «τελειώνει» η δημώδης ύστερη λατινική. Τα σλοβακικά προέκυψαν, όπως είδαμε, από καθομιλούμενες ποικιλίες. Σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις, η αλλαγή και μετάβαση από τον «πρόγονο» (λ.χ. τη δημώδη ύστερη λατινική) στον «απόγονο» (λ.χ. την πρώιμη ιταλική) είναι σταδιακή: γι’ αυτό και, όταν περιοδολογούμε τις γλώσσες, πρέπει να καταφεύγουμε σε προσεγγίσεις, αυθαίρετες χρονολογήσεις και συμβατικά κριτήρια. Συνοψίζοντας: αντίθετα με τους ζωντανούς οργανισμούς, οι φυσικές γλώσσες δεν μπορούν να πάρουν πιστοποιητικό γεννήσεως, αφού δεν έχουν ημερομηνία γέννησης.

Μιλάμε την ίδια γλώσσα;

Υπάρχει ακόμα ένα πρόβλημα με την αντίληψη μιας γλώσσας ως ζωντανού οργανισμού ή, έστω, ως ενός αντικειμένου που μεταλλάσσεται μέσα στον χρόνο, διατηρώντας ωστόσο μια συνέχεια. Για να περιγράψω το πρόβλημα αυτό θα ξεκινήσω συγκρίνοντας τρεις από τις γλώσσες που ανέφερα παραπάνω: τα ελληνικά, τα αγγλικά και τα ιταλικά. Η γλωσσική ποικιλία που μιλιέται στην Αθήνα στις μέρες μας έχει το ίδιο όνομα με αυτή που μιλιόταν στην ίδια περιοχή το 431 π.Χ.: ελληνικά. Πράγματι, αντιλαμβανόμαστε τις δυο ποικιλίες ως μία και μοναδική γλώσσα, ως το ίδιο δέντρο σε διαφορετικές ηλικίες, αν θέλετε. Ας στραφούμε τώρα στη γλωσσική ποικιλία που μιλιέται στη Ρώμη στις μέρες μας: ονομάζεται ιταλικά. Η ποικιλία που μιλιόταν στην ίδια περιοχή το 146 π.Χ είναι γνωστή ως λατινικά. Όντως, αντιλαμβανόμαστε τις δυο ποικιλίες ως δύο διαφορετικές γλώσσες, λατινικά και ιταλικά, ως δύο διαφορετικά δέντρα.

Το ερώτημα είναι κατά πόσον οι ίδιες οι γλωσσικές ποικιλίες δικαιολογούν αυτή τη διάκριση. Πρέπει δηλαδή να κάνουμε τον σημαντικό διαχωρισμό που πρότεινε ο Τσόμσκυ ανάμεσα στην εξωτερική γλώσσα, E-language, τη γλώσσα ως κοινωνική-πολιτισμική οντότητα, και στην εσωτερική γλώσσα, I-language: την ενδιάθετη γραμματική και το λεξιλόγιο. Πιο απλά: με ποια κριτήρια τα λατινικά θεωρούνται άλλη γλώσσα από τα ιταλικά ενώ η νέα ελληνική θεωρείται «συνέχεια» της αρχαίας; Αν εξετάσει κανείς το λεξιλόγιο και τη γραμματική της νέας ελληνικής, θα παρατηρήσει ότι δε βρίσκονται πιο κοντά σε αυτά της αρχαίας ελληνικής από ό,τι το λεξιλόγιο και η γραμματική της ιταλικής βρίσκονται σε αυτά της λατινικής. Όποια λοιπόν και αν είναι τα κριτήρια με τα οποία ξεχωρίζουμε τα ιταλικά ως διαφορετική γλώσσα από τα λατινικά, ενώ τα αρχαία και τα νέα ελληνικά τα συγκαταριθμούμε ως «φάσεις» της ίδιας γλώσσας, αυτά τα κριτήρια δεν έχουνε να κάνουν με τη δομή και το λεξιλόγιο αυτών των ποικιλιών, δεν έχουνε να κάνουν με την (εσωτερική) γλώσσα καθεαυτή. Οι λόγοι για τους οποίους υφίσταται αυτή η διαφορά μεταξύ ιταλικής και ελληνικής αφορούν την ιστορία, την πολιτική και τον πολιτισμό των ομιλητών τους. Η όλη κατάσταση μάς θυμίζει τα ιστορικοκοινωνικά, πολιτικά και πολιτισμικά κριτήρια με βάση τα οποία διακρίνονται οι γλώσσες από τις διαλέκτους, ....

Αυτό το συμπέρασμα γίνεται ακόμη σαφέστερο όταν εξετάσουμε την ιστορική πορεία της αγγλικής γλώσσας. Και πάλι, η γλωσσική ποικιλία που μιλιέται στο Λονδίνο στις μέρες μας έχει το ίδιο όνομα με αυτή που μιλιόταν στην ίδια περιοχή το 878 μ.Χ.: αγγλικά.


Ωστόσο, μόλις το 30% του σύγχρονου λεξιλογίου της γλώσσας είναι αρχαιοαγγλικής προέλευσης, ενώ γραμματικά οι δύο ποικιλίες είναι μεταξύ τους η ανατολή με τη δύση: ενώ η αρχαία αγγλική διέθετε ελεύθερη σειρά όρων, πλούσια μορφολογία και πλήθος από καταλήξεις, όπως οι κλασικές γλώσσες, η σύγχρονη αγγλική διαθέτει αυστηρή σειρά όρων (Υποκείμενο-Ρήμα-Αντικείμενο) και μόνο ψήγματα μορφολογίας κλίσης.

Στην περίπτωση μάλιστα της αγγλικής γνωρίζουμε ότι ο όρος «αρχαία αγγλική» επιβλήθηκε από βρετανούς λογίους της βικτωριανής εποχής αντί του μέχρι τότε τρέχοντος «αγγλοσαξονική», ώστε αφενός να μην τονίζεται ο γερμανικός χαρακτήρας της αρχαίας γλώσσας και αφετέρου να επιβληθεί, στανικώς κι εκ των υστέρων, η «ενότητα» και η «συνέχεια» της αγγλικής γλώσσας!

Συγκεφαλαιώνοντας: αν συγκρίνουμε τα σύγχρονα αγγλικά, ελληνικά και ιταλικά με τον πρόγονό τους που μιλιόταν το 500 μ.Χ., για παράδειγμα, με ευκολία θα διακρίνουμε τεράστιες διαφορές μεταξύ της σύγχρονης αγγλικής και της τότε αρχαίας αγγλικής. Παράλληλα, οι διαφορές μεταξύ της σύγχρονης ιταλικής και του τότε προγόνου της θα είναι σαφέστατα λιγότερες και μικρότερης έκτασης – ανάλογα είναι και τα δεδομένα για την ελληνική. Παρόλα αυτά τα ιταλικά, αντίθετα με τα αγνώριστα αγγλικά αλλά και με τα λιγότερο αλλαγμένα ελληνικά, συμβατικώς θεωρούνται «διαφορετική γλώσσα» από τον πρόγονό τους σε χρήση το 500 μ.Χ., την «ύστερη λατινική»

Πού υπάρχει η γλώσσα

Πού μας οδηγούν όλες αυτές οι παρατηρήσεις; Στη διαπίστωση ότι όχι μόνον οι γλώσσες δεν είναι ζωντανοί οργανισμοί, αλλά και ότι οι (εσωτερικές) γλώσσες δεν υπάρχουν αυθύπαρκτα και ανεξάρτητα από τους ομιλητές τους. Επιπλέον, δυο πάρα πολύ διαφορετικές γλωσσικές ποικιλίες μέσα στον χρόνο (τα αρχαία και τα σύγχρονα αγγλικά) μοιράζονται το ίδιο όνομα, ενώ αντίθετα δύο σαφώς πιο συγγενικές μεταξύ τους (τα ιταλικά και τα λατινικά) γίνονται αντιληπτές ως ξεχωριστές γλώσσες.


Επομένως δεν έχει νόημα να μιλάμε για παλιές και νέες γλώσσες καθεαυτές, παρά για γλωσσικές παραδόσεις, για το πώς ένας πολιτισμός (θέλει να) βλέπει την κουλτούρα του και τη γλώσσα του: ως κάτι καινούργιο (ιταλικά, σλοβακικά) ή ως κάτι αρχαίο και αδιάσπαστο (αγγλικά, ελληνικά). Σε κάθε περίπτωση όμως, αυτές οι προσλαμβάνουσες πολύ μικρή σχέση έχουν με τους γραμματικούς κανόνες και το λεξιλόγιο μέσα στο κεφάλι των φυσικών ομιλήτών, ζώντων και τεθνεώτων, την ίδια τη γλώσσα δηλαδή.