Γερμανικά, λατινικά, καμηλοπαρδάλεις, καβούρια...
Ευθ. Φοίβου Παναγιωτίδη
Κατά τον 19ο αιώνα καλλιεργήθηκε εκτενώς η θεωρητική προσέγγιση ότι οι γλώσσες είναι ζωντανοί οργανισμοί: γεννιούνται, αναπτύσσονται, παρακμάζουν γερνώντας και πεθαίνουν. Σε αυτή τη βάση διαπιστώθηκε ότι οι γλώσσες μπορούν να ταξινομηθούν ανά οικογένειες και γένη, όπως οι ζωντανοί οργανισμοί, και ότι μπορούμε να ανιχνεύσουμε με επιτυχία την προέλευση και τις συγγένειες των γλωσσών μελετώντας τα χαρακτηριστικά τους. Για παράδειγμα, μέσα από τη μελέτη των κοινών γραμματικών χαρακτηριστικών και των λεξιλογίων τους, καταδείχθηκε η συγγένεια μεταξύ των Ινδοευρωπαϊκών γλωσσών και η κοινή τους προέλευση από έναν εξαφανισμένο πια πρόγονο. Αυτή η προσέγγιση αποδείχτηκε λοιπόν πολύ καρποφόρα, αφού ως υπόθεση εργασίας βοήθησε στην καλύτερη κατανόηση της ιστορίας των γλωσσών καθώς και των συγγενειών ανάμεσα τους. Ωστόσο, προς το τέλος του 19ου αιώνα έγινε αντιληπτό ότι η εξίσωση γλώσσα = ζωντανός οργανισμός αντιμετωπίζει σοβαρότατα προβλήματα. Ένα από αυτά είναι και ότι – αντίθετα με τα ζώα ή τα φυτά – οι γλώσσες δεν υπάρχουν στη φύση αυθύπαρκτα και ανεξάρτητα από τους ομιλητές τους.
Παρόλα αυτά, η σχεδόν δαρβινική αυτή προσέγγιση της γλώσσας ως ζωντανού οργανισμού, και μάλιστα ως οργανισμού προσαρμοσμένου στο περιβάλλον και τις ανάγκες του, ζει και βασιλεύει μέχρι τις μέρες μας και μάλιστα βρίσκεται πίσω από την πλειοψηφία των σύγχρονων μη-επιστημονικών απόψεών μας για τη γλώσσα. Έτσι, αναπόφευκτα, βρίσκεται και πίσω από αρκετές παρανοήσεις και παρεξηγήσεις για τη γλώσσα. Σήμερα θα εξετάσουμε εν συντομία δύο μόνον από αυτές τις αντιλήψεις.
Το μάτι της γάτας και η γλώσσα του Καζανόβα
Πολλοί από εμάς θα συμφωνούσαν ότι η πιο ρομαντική γλώσσα του κόσμου είναι τα γαλλικά. Ή τα ισπανικά. Ή τα ιταλικά. Για όποιους τυχερούς μιλάνε μια από αυτές τις γλώσσες, φυσικά. Εν πάση περιπτώσει, οι απόψεις σχετικά με τη ρομαντικότερη γλώσσα όχι μόνον διαφέρουν, αλλά και μοιάζουνε μάλλον αυθαίρετες. Έτσι, στην ταινία ‘Ένα ψάρι που το έλεγαν Γουάντα’ το ρόλο αισθησιακής, αυτή τη φορά, γλώσσας αναλαμβάνουν τα ρώσικα – μια εκτίμηση που κάποιοι εγχώριοι άντρες θα συμμερίζονταν πάντως.
Πίσω από τις απόψεις για τη ‘ρομαντικότερη’, ‘πρακτικότερη’, ‘αναλυτικότερη’, ‘πιο αφηρημένη’, ‘πιο κυριολεκτική’ γλώσσα, και ούτω καθεξής, κρύβεται η (ψευδο-)δαρβινική προσέγγιση στη γλώσσα για την οποία μιλήσαμε πιο πάνω. Σύμφωνα με αυτή την αντίληψη, οι γλώσσες γίνονται αντιληπτές σαν να είναι οργανισμοί προσαρμοσμένοι σε συγκεκριμένα οικοσυστήματα ή σε ρόλους μέσα στη διατροφική αλυσίδα. Έτσι, λέμε συχνά πως τα ελληνικά έχουν «εξελιχθεί» σε ένα άρτιο εργαλείο φιλοσοφικής έκφρασης ή τα λατινικά σε μέσο εναργούς διατύπωσης νόμων και του Δικαίου, περίπου όπως λέμε ότι οι γάτες έχουν οξεία όραση για να κυνηγούν στο σκοτάδι και οι αράχνες υφαίνουν ιστούς για να παγιδεύουν και να καταβροχθίζουν έντομα. Παράλληλα, πολλοί αντιπαραθέτουν τη σαφήνεια, καθαρότητα και ακρίβεια της αγγλικής γλώσσας με την ποιητική αχλύ της γαλλικής γλώσσας, την πολύσημη πολυπλοκότητα και την πρισματική εξακτίνωση των νοημάτων της. Στην πραγματικότητα όμως αντιπαραθέτουν δύο διαφορετικούς τρόπους έκφρασης που, με λίγη ή περισσότερη καλλιέργεια κι εξάσκηση, μπορούν να λειτουργήσουν σε οποιαδήποτε γλώσσα. Με άλλα λόγια, δεν πρέπει να συγχέουμε το ύφος – και μάλιστα στον γραπτό λόγο – με την ίδια τη γλώσσα, με τη γραμματική και τις λέξεις.
Ουσιαστικά, οποιαδήποτε φυσική γλώσσα μπορεί να χρησιμοποιηθεί για οποιαδήποτε επικοινωνιακή λειτουργία. Ακόμα και αν σε μια συγκεκριμένη γλώσσα λείπει το εξειδικευμένο λεξιλόγιο για να μιλήσουμε λόγου χάρη για την εκτροφή αλόγων, την ηλεκτρονική συνδεσμολογία, τις κοινωνικές συμβάσεις των Ίμπο της Νιγηρίας ή τα δόγματα του Ταοϊσμού, αυτό δεν είναι τόσο σοβαρό πρόβλημα όσο συνήθως νομίζουμε. Πράγματι, από καταβολής γλώσσας, τέτοια θέματα ορολογίας λύνονται, χονδρικά μιλώντας, με τρεις τρόπους: μπορεί οι ομιλητές της γλώσσας να επινοήσουν καινούργιους κατάλληλους όρους, όπως οι ελληνικοί όροι ‘βιομηχανία’ και ‘υπουργός’ που απέδωσαν τα ‘industrie’ και ‘ministro’. Άλλοτε, συνηθέστατα, οι ομιλητές καταφεύγουνε στον δανεισμό των κατάλληλων όρων από μια γλώσσα που ήδη τους διαθέτει (όπως, λόγου χάρη, το ελληνικό ‘music / Musik / musique…). Τέλος, υπάρχει πάντα η δυνατότητα χρήσης κατάλληλων περιφράσεων. Έτσι, προσπαθώντας να αποδώσουμε τον όρο ‘frustration’ στα ελληνικά ή ‘φιλότιμο’ στα αγγλικά, αντί για μια κατά λέξη μετάφραση θα προτιμήσουμε να καταφύγουμε σε κάποια κατάλληλη περίφραση.
Συνεπώς, αντίθετα με τα φυτά και τα ζώα των οποίων οι ρίζες, τα φύλλα, τα βράγχια, οι προβοσκίδες, τα λέπια, το χρώμα του φτερώματος ή οι οπλές καθορίζουν με σαφήνεια και αυστηρότητα πώς θα αναπτυχθούν, πού θα επιβιώσουν, πώς θα τραφούν και πώς θα αναπαραχθούν, οι ανθρώπινες γλώσσες είναι πεπερασμένα αλλά ευέλικτα τυπικά συστήματα με άπειρη εκφραστική δυνατότητα: ό,τι μπορεί να λεχθεί σε μία γλώσσα, μπορεί να ειπωθεί και σε μια οποιαδήποτε άλλη – γι’ αυτό και ο χώρος της μετάφρασης και η θεωρία της βρίσκοναι σε διαρκή ανάπτυξη και μάλιστα γνωρίζουν στις μέρες μας πρωτοφανή άνθηση.
Η γλωσσική αλλαγή δεν είναι εξέλιξη
Ο ψευδο-δαρβινικός τρόπος θεώρησης της γλώσσας ως ζωντανού οργανισμού έχει επηρεάσει βαθύτατα και τη μη-επιστημονική στάση απέναντι στη γλωσσική αλλαγή. Έχω ξαναναφερθεί στις γνώμες ότι η γλωσσική αλλαγή συνιστά φθορά, παρακμή, αλλοίωση, κατάπτωση μιας γλώσσας – στην περίπτωσή μας, συνήθως της ελληνικής. Κοντά σε τέτοιες στάσεις όμως βρίσκει κανείς κάποιες διαμετρικά αντίθετες, εκείνες που αντιμετωπίζουν τη γλωσσική αλλαγή όχι ως παρακμή και θάνατο, αλλά ως προσαρμογή σε νέα επικοινωνιακά δεδομένα. Δηλαδή, παρότι μερικοί αντιλαμβάνονται και αποδέχονται τόσο την ύπαρξη της γλωσσικής αλλαγής όσο και την – ας πούμε – πανταχού παρουσία της, ωστόσο επιλέγουν να δικαιώσουν και να δικαιολογήσουν την αναγκαιότητα της αλλαγής με όρους που προσιδιάζουν σε ζώα και φυτά. Έτσι, πολλές φορές καταφεύγουν σε απλουστευμένους όρους βιολογικής εξέλιξης και σε διατυπώσεις όπως «ό,τι δεν αλλάζει πεθαίνει», «κάθε τι ζωντανό έχει μέσα του την αλλαγή», «η γλώσσα είναι ζωντανός οργανισμός και εξελίσσεται για να προσαρμοστεί σε νέα δεδομένα». Η αντίληψη ότι οι γλώσσες είναι ζωντανοί οργανισμοί είναι κι εδώ ξεκάθαρη, και η γλωσσική αλλαγή εξισώνεται με την εξέλιξη. Δυστυχώς όμως, ούτε κι εδώ εξηγεί ή ερμηνεύει τίποτα η αντίληψη αυτή.
Παρότι η ιστορική γλωσσολογία τα τελευταία 150 χρόνια έχει φωτίσει σε βάθος το πώς αλλάζουν οι γλώσσες, ακόμα δε γνωρίζουμε με σαφήνεια γιατί αλλάζουν. Πάντως δεν ισχύει ότι η γλωσσική αλλαγή αποτελεί ανταπόκριση σε κάποιου είδους νέα εξωτερικά δεδομένα, κοινωνικά ή και καθαρώς επικοινωνιακά. Με άλλα λόγια, ανεξάρτητα από το αν θεωρούμε τις γλώσσες ζωντανούς οργανισμούς ή μη, η γλωσσική αλλαγή δεν αποτελεί προσαρμογή σε νέους περιβαλλοντικούς παράγοντες. Επίσης, η γλωσσική αλλαγή δε δίνει ούτε «πιο εξελιγμένες» ούτε «λιγότερο εξελιγμένες» γραμματικές ή λεξιλόγια. Έτσι, το γραμματικό σύστημα της ελληνικής δεν έχασε, για παράδειγμα, το απαρέμφατο και τη δοτική κάτω από την πίεση εξωτερικών πολιτισμικών ή κοινωνικών παραγόντων, ούτε το γραμματικό σύστημα της νέας ελληνικής είναι πιο προσαρμοσμένο στο να εκφράζει τις επικοινωνιακές και διανοητικές ανάγκες μας.