Κάθε ζωντανή γλώσσα δεν είναι στατική.

Αρθρογράφος:

Παναγιώτης Ζαβουδάκης

Τις τελευταίες δεκαετίες παρατηρείται μια μεγάλη σε έκταση επίθεση εναντίον της ελληνικής γλώσσας η οποία έχει πολλαπλούς στόχους. Επειδή πολλοί επιχειρούν να ντύσουν αυτή την ενέργεια με τον μανδύα της «εξέλιξης της γλώσσας», πρέπει, πριν απ’ όλα, να τονιστεί η διαφορά ανάμεσα στην εξέλιξη και την κακοποίηση.

Κάθε ζωντανή γλώσσα δεν είναι στατική. Εξελίσσεται ανάλογα με την εξέλιξη και τις ανάγκες μιας κοινωνίας με την προσθήκη νέων λέξεων και όρων και την εγκατάληψη άλλων σαν ξεπερασμένων. Είναι πολύ φυσικό γεγονός πως οι σημερινοί Έλληνες δεν μιλούν την γλώσσα που μιλιόταν πριν 100, 50, ακόμα και πριν 10-15 χρόνια. Κι αυτό επειδή τα πράγματα στην κοινωνία έχουν αλλάξει πολύ από τότε. Για παράδειγμα: Αν μπορούσαμε να επικοινωνήσουμε με κάποιον που ζούσε την εποχή του Τρικούπη, σίγουρα θα μας κοιτούσε με απορία αν τον καλούσαμε να «πάμε σε μια ψησταριά» καθώς η μόνη οικεία σ’ αυτόν έννοια ήταν το «οινομαγειρείο». Κι, αντίστροφα, οι περισσότεροι από μας δεν θα ξέραμε πού να πάμε αν εκείνος μας καλούσε να συναντηθούμε στο «Μπύθουλα», δηλαδή στη σημερινή περιοχή του Κολωνού όπου εκείνη την εποχή λίμναζαν στάσιμα νερά παρακείμενου ξεροπόταμου. Η αποξήρανση του ξεροπόταμου άλλαξε και την ονομασία της περιοχής και έκανε αυτή την έκφραση νεκρή και άγνωστη σε μας τους νεότερους.

Τα παραπάνω επιχειρούν να δείξουν την φυσιολογική εξέλιξη της γλώσσας η οποία είναι στοιχείο προόδου. Όμως, είναι άλλο πράγμα αυτή η εξέλιξη κι άλλο η κατά συρροή και κατά σύστημα αλλοίωση της γλώσσας με τη χρήση εξελληνισμένων «αμερικανισμών» (σσ:ο αυθαίρετος αυτός όρος θα αναλυθεί εκτενέστερα παρακάτω). Δηλαδή, είναι άλλο πράγμα να λέει κάποιος «πάω στο σινεμά» χρησιμοποιώντας την γαλλική έκφραση της λέξης «κινηματογράφος» (λέξη που η ελληνική γλώσσα «εξήγαγε» στο εξωτερικό και, ως αντιδάνειο, την «εισήγαγε» πίσω μεταφρασμένη) κι άλλο να μιλά για «νταούνιασμα» (βίαιος «εξελληνισμός» αγγλικής έκφρασης). Κι αυτό γιατί στην πρώτη περίπτωση, η λέξη «σινεμά» έχει μπει πια στη γλώσσα μας μετά από χρήση πολλών δεκαετιών καθώς δεν υπάρχουν πολλές εναλλακτικές λύσεις για να περιγράψουν τον όρο, ενώ ο βαρβαρισμός γίνεται μάλλον για να δείξει μια «διαφοροποίηση» των νέων παιδιών σε σχέση με τους μεγαλύτερους και μη μυημένους στην «γλώσσα» αυτή, όταν, μάλιστα, για να περιγραφεί η ζητούμενη έννοια υπάρχουν πλήθος ελληνικών και πολύ καθημερινών λέξεων (έτσι πρόχειρα σταχυολογώντας, μπορεί κάποιος να αναφέρει τις λέξεις: μελαγχολία, ακεφιά, βαρεμάρα).

Εξάλειψη της κριτικής σκέψης

Η επίθεση αυτή δεν είναι καθόλου ξεκομμένη από το κοινωνικό γίγνεσθαι και δεν αφορά μόνο τους φιλόλογους ή κάποιους εξειδικευμένους γλωσσολόγους. Αφορά -και πρέπει να αφορά- πρώτα και κύρια τους εργαζόμενους και γενικότερα το λαό. Γιατί επιχειρείται ο ευνουχισμός μιας πλούσιας σε έννοιες γλώσσας και η αντικατάσταση της από μια απλοϊκή γλώσσα η οποία το μόνο που εξασφαλίζει είναι η όπως-όπως συνεννόηση μεταξύ των ανθρώπων σε ζητήματα καθημερινότητας και μόνο.

Στην βαρβαρική αυτή διάλεκτο δεν θα βρει κανείς, όσο κι αν ψάξει, φράσεις που να περιγράφουν έννοιες και αξίες. Αυτό δεν γίνεται τυχαία. Με τον μανδύα της «προόδου» επιχειρείται να φτωχύνει το λεξιλόγιο και κατ’ επέκταση να εκλείψει κάθε απόπειρα κριτικής σκέψης καθώς κριτική σκέψη δεν παράγεται από ανθρώπους που παπαγαλίζουν.

«Γλώσσα» made by US (και όχι μόνο) Αrmy

Το πείραμα εφαρμόστηκε πιλοτικά στις ΗΠΑ εδώ και πολλές δεκαετίες με θεαματικά αποτελέσματα. Σταδιακά, άρχισε η εξαγωγή του σε άλλες χώρες.

Πρώτοι διδάξαντες είναι οι Αμερικάνοι οι οποίοι, με το πρόσχημα της «ταχύτητας» και της «εξοικονόμησης χρόνου», έχουν αφυδατώσει την αγγλική γλώσσα χρησιμοποιόντας συντμήσεις και αρχικά λέξεων ή όρων.

Δεν είναι πολλοί αυτοί που γνωρίζουν πως τα αρχικά B.L.R. σημαίνουν «Beyond Local Repair» («Πέραν Τοπικής Επισκευής», δηλαδή «για πέταμα»), όρος που πρωτοχρησιμοποιήθηκε, χάριν συντομίας, από τους τεχνικούς του στρατού. Ούτε, βέβαια, όλοι οι πολίτες των ΗΠΑ γνωρίζουν επακριβώς τι σημαίνουν πολλά αρχικά που καθημερινά χρησιμοποιούν (FBI, IRS, NYPD, DC κ.α.) αν και οι περισότεροι έχουν απλά μια αχνή ιδέα για τις παραπάνω έννοιες. Μια που αναφέρθηκε ο στρατός, καλό είναι να σημειωθεί πως παρόμοιες συντμήσεις και βιασμός της οποιασδήποτε γλώσσας είναι πολύ προσφιλείς μεταξύ των όπου γης στρατιωτικών, οι οποίοι, χάριν «εξοικονόμισης πολύτιμου χρόνου», ενθαρύνουν -και επιβάλλουν- την χρήση «φραγκολεβαντίνικων» και εν πολλοίς ακατανόητων για τους μη μυημένους όρων. Καθόλου συμπτωματικό δεν είναι πως το προηγούμενο αρκτικόλεξο «B.L.R.» χρησιμοποιείται κατά κόρο από στρατιωτικούς, είτε αυτούσιο («το όχημα είναι B.L.R.» ή επί το…λαϊκότερο «Μπιέλα») είτε στην ελληνική του εκδοχή («το όχημα είναι Π.Π.Ε.» δηλαδή «Πέραν Περαιτέρω Επισκευής)!

Οσοι υπηρέτησαν την θητεία τους, θα θύμουνται τέτοιες φράσεις και μυριάδες ανάλογες όπως «Α Σι Μί» (Αριθμός Στρατολογικού Μητρώου), «Κα Ψι Μί» (Κέντρο Ψυχαγωγίας Μονάδος), «Ημι ανάς» (ημιανάπαυση), «Προσ’χή» (ενίοτε προφέρεται και «Προσ’χούπ», ανάλογα με τον τόπο καταγωγής του εκφωνούντος), «ΑΥΔΜ» (Αξιωματικός Υπηρεσίας Διανυκτέρευσης Μονάδος), «Είσαι ο….; Και λέγεσαι….;» και μια τεράστια γκάμα ανάλογων άναρθρων συνήθως κραυγών που εκφέρονται από ανθρώπους τόσο πολύ «απασχολημένους» με το «καθήκον» ώστε να μην βρίσκουν τον… χρόνο να μιλήσουν ανθρώπινα. Στο σημείο αυτό, οι όποιοι συνειρμοί της στρατοκρατικής νοοτροπίας με την συντήρηση και -πολλές φορές- την οπισθοδρόμηση- εναπόκεινται στην κρίση του καθενός. Για να επιστρέψουμε στο θέμα μας, ας παρατηρήσουμε λίγο περισσότερο αυτή την ιδιότυπη «νεοελληνική» γλώσσα. Βλέπουμε πως είναι γεμάτη από «αμερικανισμούς», δηλαδή από μηχανιστική μεταφορά αμερικάνικων φράσεων στην ελληνική ή -ακόμα χειρότερα- σε μια «μικτή» διάλεκτο που περιέχει ανακατεμένες ελληνικές και αγγλικές λέξεις (πχ: «είμαι down», «κάνω connection», «έχω φάει flash», «κάνω delete» κλπ).

Αργά, αλλά σταθερά οι ελληνικές λέξεις ελαττώνονται ενώ οι αγγλικές πληθαίνουν έτσι ώστε σε λίγα χρόνια ενδέχεται η «ελληνική» γλώσσα να περιέχει το πολύ 20% πραγματικά ελληνικών λέξεων. Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έχουν σημαντική συνεισφορά σ’ αυτό καθώς συντμήσεις και αρκτικόλεξα καθημερινής χρήσης μπαίνουν πια και στον προφορικό λόγο κυρίως των νέων παιδιών. Χαρακτηριστικά είναι το «ΛΟΛ» ((από το Laughing Out Loud: Ξεκαρδίζομαι στα γέλια) και το «Ω Μι Τζι» (από το Oh My God: Ω Θεέ μου).

Στόχος: ο ευνουχισμός της σκέψης

Τα παραπάνω στοιχειοθετούν έναν ιδιότυπο γλωσσικό ιμπεριαλισμό[1] ο οποίος αρχίζει ήδη να έχει πολλαπλές επιπτώσεις στον τρόπο σκέψης, στην κουλτούρα, στην κοσμοαντίληψη και, φυσικά, στον τρόπο ζωής της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων.

Στο σημείο αυτό, είναι χρήσιμο να θυμηθούμε πως η γλώσσα είναι μέσο επικοινωνίας, μια σύμβαση για να μπορούμε να συννενοούμαστε. Οι λέξεις αντανακλούν νοήματα και πολλές φορές περιγράφουν εν συντομία ολόκληρες κοινωνικές καταστάσεις (π.χ. «κοινωνικό σύστημα», «τρόπος παραγωγής» κλπ.). Συνεπώς ως περιεχόμενο κουβαλούν ένα ιστορικό πολιτικό, πολιτιστικό και μορφωτικό φορτίο και υπό αυτή την έννοια φανερώνουν το επίπεδο των ανθρώπων, την ιστορική, την πολιτική και πολιτιστική τους συνείδηση, το μορφωτικό τους επίπεδο. Ο άνθρωπος όλα αυτά τα εκφράζει με λέξεις. Άρα, η γλωσική αλλοίωση έχει μια αμφίδρομη λειτουργία. Η καθυστέρηση των ανθρώπων αντανακλάται με λέξεις και λέξεις σαν αυτές που περιγράψαμε παραπάνω ευνοούν αυτή την καθυστέρηση. Ιδιαίτερα μάλιστα όταν κάποιος τις χρησιμοποιεί νομίζοντας πως τονίζουν το «εγώ» του, τη «μαγκιά» του και ένα στυλ που τον κάνει να υπερέχει από την πλειοψηφία, αν και συνήθως αυτή η «υπεροχή» βρίσκεται μόνο μέσα στη φαντασία του.

Άρα, η αφυδάτωση και ο εκβαρβαρισμός της ελληνικής γλώσσας στοχεύουν στον ευνουχισμό της σκέψης των λαϊκών στρωμάτων. Με άλλα λόγια, η εργατική τάξη δέχεται ολομέτωπη επίθεση αλλοίωσης των πολιτισμικών-πολιστικών-κοινωνικών χαρακτηριστικών της μέσω της γλώσσας. Φυσικά, η επίθεση δεν αφορά μόνο τη γλώσσα, αλλά αυτή η πτυχή της είναι η πιο καίρια και η πιο αποτελεσματική.

Οι «προαγωγοί» της «νεοελληνικής γλώσσας»

Πολλοί είναι οι εγχώριοι «προαγωγοί» αυτής της διαλέκτου. Σ’ αυτή την κατηγορία ανήκουν εκδότες περιοδικών και ιστοσελίδων lifestyle καθώς και παραγωγοί ραδιοτηλεοπτικών εκπομπών. Μέσα από αυτά λανσάρουν το στυλάκι του «αμφισβητία» κατακρεουργώντας εκτός των κοινωνικών αξιών και την γλώσσα.

Συμπαραστάτες σ’ αυτή την προσπάθεια είναι τα ΜΜΕ τα οποία σε οποιαδήποτε ενημερωτική ζώνη προβάλλουν τέτοιες απόψεις σαν «προοδευτικές». Βέβαια, οι εκπομπές που έχουν γίνει το πρώτο βήμα παρουσίασης αυτής της «γκλαμουριάς» είναι τα «μεσημεριανάδικα» και τα «πρωινάδικα» χωρίς αυτό να σημαίνει πως οι υπόλοιπες εκπομπές ή τα δελτία ειδήσεων δεν αποτελούν βήματα βιασμού και κακοποίησης της ελληνικής γλώσσας.

Απόδέκτες «υψηλού κινδύνου»

Αποδέκτες αυτής της γλωσσικής επίθεσης είναι τα λαϊκά στρώματα. Ωστόσο κάποιοι μπορούν να ενταχθούν στις «ομάδες υψηλού κινδύνου». Πρώτος στόχος είναι, όπως εξυπακούεται, η νεολαία, η οποία έχει την τάση να διαφοροποιείται ποικιλότροπα από το «κατεστημένο» και καθώς είναι ακόμη απαίδευτη ή υπό εκπάιδευση αποτελεί τον «πυλό» πάνω στον οποίο οι «κύριοι» αυτοί μπορούν να γράψουν ό,τι θέλουν. Ετσι, δέχεται ευκολότερα αυτή την «απλούστευση» της γλώσσας, είτε γιατί τη θεωρεί στοιχείο προόδου και εξέλιξης, είτε γιατί έτσι διαμορφώνει τους δικούς της κώδικες συμπεριφοράς που τη διαφοροποιούν από το «κατεστημένο».

Οι νεοι βρίσκονται στην ψηλότερη κλίμακα κινδύνου καθώς δέχονται ολομέτωπη επίθεση σε κάθε φάση της κοινωνικής τους δραστηριότητας. Αν σ΄αυτά προστεθεί και η ενασχόληση ενός σημαντικού τμήματος των νέων με την πληροφορική, τότε το πρόβλημα παίρνει ακόμα μεγαλύτερες διαστάσεις καθώς οι γνώστες της πληροφορικής έχουν διαμορφώσει μια ιδιότυπη γλώσσα η οποία, περιλαμβάνοντας πολλές αγγλικές ή «φραγκολεβαντίνικες» ορολογίες, τους εθίζει ασυναίσθητα στη χρήση της «βαρβαρικής» γλώσσας. Στην αμέσως επόμενη κλίμακα περιλαμβάνεται το σύνολο σχεδόν των τηλεθεατών. Φυσικά, πρώτες στη λίστα είναι κάποιες κατηγορίες που -εκ των πραγμάτων- ξοδεύουν πολύ χρόνο στο σπίτι (νοικοκυρές, συνταξιούχοι, ηλικιωμένοι) και εκτίθενται σε υπερβολικές «δόσεις» τηλεοπτικών απορριμάτων όπως: «ενημερωτικές» εκπομπές («ριάλιτι σώου»), πρωινές εκπομπές, δελτία ειδήσεων συγκεκριμένων καναλιών που έχουν αναγάγει σε αποκλειστικές «ειδήσεις» τα κουτσομπολιά, τις διαστροφές και τον ανθρώπινο πόνο εκθέτωντας σε παράθυρα τον κάθε αναξιοπαθούντα «άνθρωπο της διπλανής πόρτας». Αυτό καθόλου δεν σημαίνει πως όλοι οι υπόλοιποι που κάνουν «λελογισμένη χρήση» της τηλεόρασης δεν εκτίθενται σε τέτοιους κινδύνους. Ομως, η παραπάνω κατηγορία δέχεται -πολλές φορές υποσυνείδητα κάνοντας ταυτόχρονα κάποια άλλη ασχολία- υπερβολικές «δόσεις» έτσι ώστε να διαμορφώνει συνείδηση αποκλειστικά και μόνο με βάση τα όσα άκουσε από την τηλεοράση, πολλές φορές μιμούμενη ακόμα και τις ίδιες φράσεις και το ύφος των παρουσιαστών.

Ο ρόλος της τηλεόρασης

Πρέπει εδώ να τονιστεί πως καμμιά τηλεοπτική εκπομπή δεν είναι πλέον «αθώα». Οι μεγαλοεπιχειρηματίες, που ελέγχουν τα ΜΜΕ, έχουν φροντίσει να «περικυκλώσουν» τον τηλεθεατή από όλες τις πλευρές. Του δίνουν «ό,τι τραβάει η ψυχή του»: · πολιτικές εκπομπές και εκπομπές λόγου («talk shows») οι οποίες στο σύνολο τους αναγάγουν σε «είδηση» όχι τα πολιτικά γεγονότα αλλά τα παραπολιτικά κουτσομπολιά, · καθαρά κουτσομπολιά πάσης φύσεως μέσα από τα δελτία «ειδήσεων», · εγχώριες σαπουνόπερες με θέμα τη «χλιδάτη» ζωή των πλουσίων, έτσι για να «ξεχνιέται» από τα προβλήματα του, · σαπουνόπερες εισαγώμενες από τις χώρες του τρίτου κόσμου (και εσχάτως την Τουρκία) με ανάλογα «χλιδάτα» μελοδραματικά σενάρια, · «reality show» (διαβάζεται και «Ρε Αλήτη Σώου» σύμφωνα με τον πολύ δόκιμο όρο ενός καλλιτέχνη της σάτυρας, του Γιάννη Ζουγανέλη) που δείχνουν «ανθρώπους της διπλανής πόρτας» να μαλώνουν και να αλληλοβρίζονται, έτσι για να βλέπει ο τηλεθεατής πως «υπάρχουν και χειρότερα» και να μακαρίζει τη δική του «τύχη»,

· εκπομπές με έντονο σεξουαλικό περιεχόμενο, έτσι για να ξυπνούν τα ταπεινά ένστικτα και, τέλος, · διαφημήσεις παντός τύπου.

Παιδιά: Από μικρά «στα βάσανα»

Ιδιαίτερη αναφορά πρέπει να γίνει στα μικρά παιδιά που αφήνονται να παρακολουθούν τηλεόραση είτε γιατί οι γονείς τους τη θεωρούν σαν εύκολη λύση για να τα κρατούν ήσυχα, είτε για να βρουν οι ίδιοι κάποιες στιγμές ησυχίας ή τον χρόνο να ασχοληθούν με τις δουλειές του σπιτιού.

Αυτά τα παιδιά δέχονται τεράστια πλύση εγκεφάλου στην πιο τρυφερή και κρίσιμη ηλικία. Από τη μία δέχονται την ωμή βία από τα περισσότερα «παιδικά προγράμματα» με κινούμενα σχέδια (τα οποία πλέον στη θέση του «Μίκυ Μάους» ή του «Μπαγκς Μπάνυ» έχουν βάλει διαστημικούς «ήρωες» με τερατώδη μορφή οι οποίοι εξολοθρεύουν στρατιές ακόμα πιο κακόμορφων, «μεταλλαγμένων» και μοχθηρών «κακών»).

Ανάλογη φυσικά είναι και η «ελληνική γλώσσα» που συνοδεύει τα συγκεκριμένα μεταγλωτισμένα προγράμματα «διδάσκοντας» στα μικρά παιδιά βίαιες έννοιες («θα μεταλλαχθείς», «θα πεθάνεις», «θα εξοντωθείς», «θα σε καταστρέψω», «θα σε συντρίψω» κλπ) και φυσικά τα εισάγει στην «φραγκολεβαντίνικη» γλώσσα. Από την άλλη, τα παιδιά εκτίθενται στον κίνδυνο των διαφημίσεων που δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένας βομβαρδισμός μηνυμάτων με στόχο το υποσυνείδητο. Αν κι αυτός είναι σημαντικότατος παράγοντας, ωστόσο ο μεγαλύτερος κίνδυνος για τα παιδιά δεν είναι η παρακολούθηση της πληθώρας των σεξουαλικών μηνυμάτων που γίνονται για να τραβήξουν την προσοχή των ενηλίκων πάνω σε κάποιο προϊόν.

Μεγαλύτερος κίνδυνος είναι η εύκολη λήψη και αφομοίωση φράσεων «κλισέ» οι οποίες περιέχονται σε κάθε διαφήμηση, ανεξάρτητα, βέβαια, από το είδος του προϊόντος. Για να μην αναφέρουμε συγκεκριμμένες διαφημίσεις προϊόντων των οποίων τα μηνύματα έγιναν συνθήματα για τα μικρά παιδιά, ας θυμηθούμε την εκλογική διαφήμιση της ΝΔ το 2000 με το σλόγκαν «υπάρχει καλύτερη Ελλάδα και τη θέλουμε». Ανεξάρτητα από την αποτελεσματικότητα που είχε σε ενήλικες ψηφοφόρους στους οποίους ουσιαστικά απευθυνόταν, αυτό το μουσικό μήνυμα έκανε κυριολεκτικά θραύση σε παιδιά ηλικίας από 3 μέχρι και 16 ετών τα οποία σε κάθε στιγμή το διασκεύαζαν κατά το δοκούν και ζητούσαν εν χορώ από τους γονείς τους διάφορα είδη. Π.χ.: «υπάρχει στο ψυγείο πορτοκαλάδα και τη θέλουμε», ή «έφτιαξε η μαμά μακαρονάδα και τη θέλουμε» (σσ: αυτή είναι μια πρόχειρη σταχυολόγηση του πλήθους των διασκευών που έγιναν). Αυτό το παράδειγμα είναι ενδεικτικό του επιρρεασμού των παιδιών από τη τηλεόραση αλλά και της διαμόρφωσης ενός λεξιλογίου που καθορίζεται από αυτή.

Οι…«απρόσβλητοι»

Μιλώντας για τους αποδέκτες του γλωσσικού ιμπεριαλισμού, θα ήταν παράληψη να μην αναφερθούμε σε μια τελευταία κατηγορία: αυτούς που θεωρούν πως έχουν μεγαλύτερες αντιστάσεις από τους υπόλοιπους στην αφυδάτωση της γλώσσας. Ανθρώπους συνήθως υψηλού μορφωτικού επιπέδου, με σταθερές αξίες και αρχές. Ανθρώπους του πνεύματος, της τέχνης και της διαννόησης (με την σωστή έννοια των παραπάνω όρων).

Ισως ακουστεί υπερβολικό, αλλά αυτή είναι από τις πιο ευάλωτες κατηγορίες για τον απλούστατο λόγο ότι, έχοντας επίγνωση των ικανοτήτων τους, θεωρούν τον εαυτό τους «θωρακισμένο» απέναντι στον γλωσσικό ιμπεριαλισμό. Κι όμως, αυτή η κατηγορία είναι εκείνη που με μεγάλη ευκολία αναπαράγει και διασπείρει τη «φραγκολεβαντίνικη»[2] γλώσσα. Με τη μορφή ανεκδότων και ειρωνικών σχολίων, οι άνθρωποι αυτοί αναπαραγάγουν συνεχώς τις γλωσσικές ακαθαρσίες. Παράλληλα, υιοθετούν στο λεξιλόγιο τους πολλές από αυτές έχοντας την εντύπωση πως τις διακομωδούν.

Στην ουσία, δεν κάνουν λιγότερο κακό στη γλώσσα που νομίζουν ότι υπερασπίζουν από εκείνους που, από άγνοια ή από έλλειψη αντιστάσεων, πέφτουν θύματα του γλωσικού ιμπεριαλισμού.

Ο ρόλος του σχολείου

Αποφασιστικός παράγοντας ανάσχεσης του γλωσσικού ιμπεριαλισμού μπορεί να γίνει η Παιδεία. Δυστυχώς, από τη μεταπολίτευση μέχρι τις μέρες μας, όσοι διαχειρίζονται το εκπαιδευτικό σύστημα (υπουργείο Παιδείας, Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, κοσμοπολίτες πανεπιστημιακοί) συμβάλλουν στην αφυδάτωση της γλώσσας με υπεραπλουστεύσεις που γίνονται στο όνομα της «εξέλιξης» της και ρίχνουν νερό στο μύλο των προαγωγών της (από τις χαρακτηριστικότερες είναι η πρόταση για χρήση των greeklish[3] ως επίσημης εναλλακτικής γραφής και η θέσπιση της Αγγλικής ως δεύτερης επίσημης γλώσσας του ελληνικού κράτους που προτάθηκαν κατά καιρούς από μεγαλόσχημους κοσμοπολίτες).

Αλλεπάληλες «εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις» εισάγουν αλληλοαναιρούμενα παιδαγωγικά συστήματα που δοκιμάστηκαν στην αλλοδαπή και εγκαταλήφθηκαν. Οι προοδευτικοί όλων των αποχρώσεων παγιδεύτηκαν από την ίδια τους την αγωνία να αποδείξουν την προοδευτικότητα τους. Έτσι, η επιβεβλημένη εγκατάληψη του αυταυρχικού εκπαιδευτικού μοντέλου που ίσχυε μέχρι τη δεκαετία του ’70, με τον πρόχειρο τρόπο που έγινε, τους έκανε «να πετάξουν από τη μπανιέρα μαζί με τα βρωμόνερα και το ίδιο το παιδί». Δεν είναι απαραίτητο να είναι κανείς «ειδικός» για να αξιολογήσει αυτές τις «μεταρρυθμίσεις».

Το «μοντέρνο» σχολείο βοηθά την αφυδάτωση της γλώσσας με τη συρρίκνωση της διδασκαλίας γραμματικής και συντακτικού έτσι ώστε οι σημερινοί νέοι να αγνοούν και τους πιο απλούς κανόνες σχηματισμού των λέξεων, των φράσεων ακόμα και στοιχειώδεις αρχές της ορθογραφίας.

Στο Δημοτικό Σχολείο οι κατευθύνσεις του εκπαιδευτικού συστήματος προωθούν τη «φωτογραφική» μέθοδο εκμάθησης λέξεων. Ετσι, το παιδί εθίζεται στην απομνημόνευση και όχι στη συμμετοχική διαδικασία εκμάθησης.

[size=5]Οι ίδιες κατευθύνσεις προάγουν την «παπαγαλία» σε βάρος της κριτικής σκέψης. Τα βιβλία των μαθηματικών, π.χ., δίνουν το παράδειγμα επίλυσης μιας άσκησης και στη συνέχεια θέτουν προς επίλυση ασκήσεις πανομοιότυπες με τ