Αν η γλωσσομάθεια ήταν ένδειξη του πόσο κοντά στο πνεύμα τής Ευρώπης βρισκόμαστε, τότε η Ελλάδα θα ήταν σίγουρα μία από τις πλέον «Ευρωπαίες» χώρες. Ομως δεν είμαστε, μάλλον επειδή αυτό που πρυτανεύει είναι η εκμάθηση ξένων γλωσσών ως εργαλείο επαγγελματικής ανέλιξης και όχι ως σημείο επαφής με άλλους λαούς και πολιτισμούς.
Αυτό βέβαια δεν αναιρεί την αυξημένη γλωσσομάθεια που παρουσιάζουν οι σύγχρονοι Ελληνες. Αν και δεν έχουμε κατακτήσει ακόμα τα υψηλά ποσοστά γλωσσομάθειας που απαντούμε σε ορισμένες κεντροευρωπαϊκές ή σκανδιναβικές χώρες, βρισκόμαστε ήδη σε καλύτερη θέση, στους σχετικούς πίνακες, από πολλές ευρωπαϊκές χώρες.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του Ευρωβαρόμετρου, τα αγγλικά είναι η πιο δημοφιλής γλώσσα, αφού τη μιλούν -ανεξαρτήτως επιπέδου- περίπου οι μισοί Eλληνες, ενώ με μικρότερα ποσοστά διείσδυσης κινούνται τα γαλλικά και τα γερμανικά. Μικρό είναι το ποσοστό του πληθυσμού που μιλάει την κελαρυστή γλώσσα των γειτόνων μας, τα ιταλικά. Συνολικά, οι Eλληνες που ομιλούν τουλάχιστον μία ξένη γλώσσα ανέρχονται σε περίπου 50%.
Πολύ ψηλά στη σχετική λίστα γλωσσομάθειας με ποσοστά πάνω από 90% βρίσκονται οι Λουξεμβούργιοι και οι Ολλανδοί, ενώ «κούτσουρα» στις ξένες γλώσσες με ποσοστά κάτω του μετρίου, δηλαδή του 35% επί του γενικού πληθυσμού, είναι οι Ισπανοί, οι Ιταλοί και οι Βρετανοί.
Στην Ελλάδα πάνω από 1 εκατ. μαθητές κάθε χρόνο μαθαίνουν τουλάχιστον μια ξένη γλώσσα, ενώ, όπως είναι γνωστό, τη μερίδα του λέοντος κατέχουν τα ιδιωτικά φροντιστήρια, στα οποία τα παιδιά ξοδεύουν περίπου 5 ώρες την εβδομάδα. Στην Ελλάδα λειτουργούν πάνω από 7.350 φροντιστήρια ξένων γλωσσών και σύμφωνα με στοιχεία που προέρχονται από το υπουργείο Παιδείας, η συνολική δαπάνη για εκμάθηση ξένων γλωσσών ξεπερνάει τα 440 εκατομμύρια ευρώ σε ετήσια βάση.
Do you speak English?
Οι λόγοι για τους οποίους μαθαίνουμε ξένες γλώσσες είναι πολλοί, κανένας όμως προφανής. Απευθύνουμε το ερώτημα στην Ευθυμία Παυλάκη, καθηγήτρια στο Τμήμα Ιταλικής και Ισπανικής Γλώσσας και Φιλολογίας, στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας. «Εχουμε μια ευκολία στην εκμάθηση. Ισως επειδή μας αναγκάζει η ίδια μας η γλώσσα: είναι μια γλώσσα που μιλιέται από λίγους, είναι μια δύσκολη γλώσσα. Ισως επειδή έχουμε ανεπτυγμένη την επιθυμία της επικοινωνίας, ειδικά σήμερα, στην πολυγλωσσική Ευρώπη. Μαθαίνουμε ξένες γλώσσες για να μπορούμε να επικοινωνήσουμε», σημειώνει.
Μία ακόμη εξήγηση για τη γλωσσομάθεια των Ελλήνων δίνει η Ισπανίδα καθηγήτρια Enara Otaegi. Τη συναντήσαμε στον κινηματογράφο Γαλαξίας της Νέας Σμύρνης, που σήμερα τελεί υπό κατάληψη ακτιβιστών. «Οπως συμβαίνει στην Ελλάδα, έτσι και στην Ισπανία τα τελευταία χρόνια αυξάνεται το ενδιαφέρον των ανθρώπων για να επισκεφθούν ή και να ζήσουν σε ξένες χώρες. Ομως σε αντίθεση με τους Ελληνες, οι Ισπανοί δεν νιώθουν την ανάγκη της εκμάθησης μιας ξένης γλώσσας, μιας και η μητρική τους μιλιέται σε πολλές χώρες», αναφέρει.
Η καθηγήτρια παραδίδει δωρεάν μαθήματα ισπανικών στο νεανικό κοινό της κατάληψης. Ο συνδυασμός ακτιβισμού και προσφοράς από την πλευρά της, συναντάει το συνδυασμό ακτιβισμού και γλωσσομάθειας των μαθητών της και το αποτέλεσμα είναι ένα κεφάτο «φροντιστήριο» ισπανικής γλώσσας. «Οι μαθητές μου ενδιαφέρονται πολύ και προσπαθούν σκληρά για να μάθουν. Εχουν ακούσει ισπανικά σε ταινίες ή τραγούδια και πολλές φορές μπορούν να επαναλάβουν εύκολα αυτό που άκουσαν, πράγμα ιδιαίτερα χρήσιμο όταν μαθαίνεις μια νέα γλώσσα».
Η E. Otaegi, η οποία ζει πλέον στην Ελλάδα, μας πληροφορεί ότι τα ισπανικά, η τρίτη γλώσσα παγκοσμίως σε αριθμό ανθρώπων που τη μιλάνε σαν μητρική, γνωρίζει άνθηση και στην Ελλάδα, γιατί παρατηρείται γενική αύξηση σε ό,τι αφορά τη λάτιν κουλτούρα και δεν αποτελεί αυτό ελληνικό φαινόμενο αλλά διεθνές. Υπάρχουν αρκετοί Ελληνες που ζουν στην Ισπανία και τα ταξίδια έχουν γίνει φθηνότερα. Περισσότερη ισπανική μουσική και πολιτιστικά δρώμενα, περισσότερες ταινίες, κεντρίζουν πλέον το ενδιαφέρον και των Ελλήνων».
Μια Ευρώπη, πολλές γλώσσες
Από το 1995, η Ευρωπαϊκή Ενωση έθεσε τη γλωσσομάθεια ως μια από τις προτεραιότητές της και θέσπισε σειρά οδηγιών, κανονισμών και προγραμμάτων για την υποστήριξη της εκμάθησης ξένων γλωσσών -το 2001 μάλιστα καθιερώθηκε η 29η Σεπτεμβρίου ως Ημέρα Γλωσσών.
Η Στέλλα Πριοβόλου, πρόεδρος του ενιαίου Τμήματος Ιταλικής και Ισπανικής Γλώσσας και Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, υποστηρίζει ότι «η εκμάθηση γλωσσών αποβαίνει αναγκαία, καθώς ενισχύει τη συνειδητοποίηση της πολιτισμικής διαφοράς, συμβάλλει στη βελτίωση της αμοιβαίας κατανόησης των λαών μέσω της αξιοποίησης της γλωσσικής και πολιτισμικής πολυμορφίας και στοχεύει στην εξάλειψη της ξενοφοβίας, του ρατσισμού και της μισαλλοδοξίας».
Η Ευθυμία Πανδή-Παυλάκη, από τους πανεπιστημιακούς δασκάλους που πάλεψαν μαχητικά για την ανάπτυξη της ισπανικής γλώσσας στην Ελλάδα, σχολίασε με έκδηλη χαρά τις πρόσφατες εξελίξεις στο εκπαιδευτικό σύστημα της χώρας μας. «Υστερα από πιλοτική εφαρμογή τριών χρόνων, τα ιταλικά και τα ισπανικά μπαίνουν επιτέλους σε όλα τα Γυμνάσια και τα Λύκεια της χώρας από το Σεπτέμβριο. Ελπίζω πως κάποια στιγμή θα μπουν και στο Δημοτικό, όπως συμβαίνει με τις άλλες γλώσσες».
Παράλληλα μας ενημέρωσε για τις θετικές εξελίξεις όσον αφορά το Κρατικό Πιστοποιητικό Γλωσσομάθειας, στο οποίο από το περασμένο φθινόπωρο περιλαμβάνονται πλέον τα ιταλικά και τα ισπανικά, ενώ, σύμφωνα με πληροφορίες, το επόμενο φθινόπωρο θα πιστοποιηθούν τα τουρκικά και τα ρωσικά.
«Καλό θα ήταν το υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων να ενσωματώσει στα προγράμματα σπουδών της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης τη διδασκαλία περισσοτέρων ξένων γλωσσών. Με αυτόν τον τρόπο θα μπορέσει να προετοιμάσει πολίτες ικανούς να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις της σημερινής εποχής αλλά και ανταγωνιστικούς στην ευρωπαϊκή αγορά εργασίας», υποστηρίζει η Ε. Παυλάκη.
Γονείς, «ξηλωθείτε»!
Στην Ελλάδα η εκμάθηση ξένων γλωσσών είναι συνυφασμένη με την ιδιωτική εκπαίδευση. Ο Χάρης Ζωγράφος είναι ιδιοκτήτης φροντιστηρίου στην Παλλήνη. Το φροντιστήριό του (franchise γνωστής φίρμας) εκπαιδεύει 300 μαθητές, ανήλικους και ενήλικους και διδάσκει πέντε γλώσσες. Το 80% των μαθητών του μαθαίνουν αγγλικά, με δεύτερη επιλογή τα ισπανικά -ειδικά οι ενήλικες. Πολύγλωσσος ο ίδιος (μιλάει τέσσερις γλώσσες), διδάσκει αγγλικά και έχει καθημερινή επαφή τόσο με τη διδασκαλία όσο και με την επιχειρηματική διαδικασία.
Του ζητήσαμε να μας περιγράψει το ρόλο των γονιών στην πορεία εκμάθησης μιας ξένης γλώσσας, καθώς, όπως εκτιμά και ο ίδιος, οι περισσότεροι άνθρωποι έρχονται σε επαφή με την εκμάθηση μιας ξένης γλώσσας επειδή οι γονείς τους επιλέγουν κάτι τέτοιο.
«Υπάρχουν οι γονείς που γνωρίζουν ξένες γλώσσες και ξέρουν πολύ καλά για ποιο λόγο στέλνουν το παιδί τους να μάθει. Είναι σίγουροι για τη χρησιμότητά της. Υπάρχουν οι γονείς που δεν ξέρουν ξένες γλώσσες, όπως συνέβαινε άλλωστε στο παρελθόν στις δικές μας γενιές, αλλά κατανοούν ότι είναι σημαντικό για το παιδί τους να έχει ένα επιπλέον εφόδιο στη ζωή. Τέλος, ειδικά για την περιοχή όπου βρισκόμαστε, ένα σημαντικό ποσοστό είναι οι μετανάστες. Θέλουν το καλύτερο για τα παιδιά τους, χωρίς να γνωρίζουν οι ίδιοι και θυμίζουν ασφαλώς τους Ελληνες πριν από 30 χρόνια».
Ορισμένα από τα παιδιά των μεταναστών έχουν πλέον την ελληνική ως δεύτερη μητρική και έτσι, η αγγλική η οποία μαθαίνουν είναι, στην ουσία, μια τρίτη γλώσσα. «Η εκμάθηση δεύτερης ξένης γλώσσας είναι δύσκολη υπόθεση, διότι σε αρκετές περιπτώσεις στο σπίτι οι μετανάστες δεν μιλάνε ελληνικά. Αν όμως μαθαίνουν ελληνικά μαζί με τη μητρική τους, τότε τα αγγλικά μαθαίνονται εύκολα», σημειώνει.
Πόσο ακριβό, όμως, είναι να μάθει κάποιος μια ξένη γλώσσα; Σε γενικές γραμμές και με δεδομένο ότι η εκμάθηση ξένων γλωσσών ανήκει κατά κανόνα στη σφαίρα της ιδιωτικής εκπαίδευσης, οι τιμές είναι υψηλές αλλά όχι απαγορευτικές, ενώ δεν υπόκεινται σε έλεγχο από την πολιτεία, όπως συμβαίνει με τις τιμές των ιδιωτικών σχολείων.
Ο Χ. Ζωγράφος υπολογίζει ότι μέχρι το επίπεδο της πιστοποιημένης επάρκειας, χρειάζονται 8 με 10 χιλιάδες ευρώ. Επιμεριζόμενο το ποσό σε περίπου 10 χρόνια διδασκαλίας κυμαίνεται από 500 ευρώ το χρόνο στις μικρές τάξεις μέχρι και 1.500 ευρώ λίγο πριν από το πτυχίο. «Δεν είναι ακριβές οι τιμές των φροντιστηρίων, ενώ ο σκληρός ανταγωνισμός τις πιέζει προς τα κάτω. Η αυτοματοποίηση της διδασκαλίας έχει οδηγήσει στον περιορισμό του κόστους ειδικά στις μεγάλες μονάδες, ενώ η χρήση των υπολογιστών επίσης είναι θετική, εφόσον υπηρετούν σωστά τη διαδικασία εκμάθησης. Τέλος, η κυριαρχία της αγγλικής γλώσσας και κουλτούρας, από τα μίντια μέχρι το συνολικό περιβάλλον βοηθάει, διότι το παιδί καταλαβαίνει αμέσως ότι αυτό που μαθαίνει έχει άμεση εφαρμογή και χρήση στην καθημερινότητά του», υποστηρίζει ο φροντιστής.
Οσον αφορά τη δεύτερη ξένη γλώσσα (για να είμαστε σύμφωνοι με τις επιθυμίες της Ε.Ε.); «Πολλοί γονείς θεωρούν ότι ναι μεν μια δεύτερη ξένη γλώσσα θα είναι κάτι εξαιρετικό για το παιδί τους, είναι πολύ προβληματισμένοι όμως σχετικά με το αν το παιδί μπορεί να αντέξει το επιβαρημένο πρόγραμμα. Οταν έρχεται η ώρα να αποφασίσουν για μια δεύτερη γλώσσα, βλέπω πως είναι ιδιαίτερα προβληματισμένοι. Συχνά αποτρέπω τους γονείς» μας είπε ο πολύγλωσσος φροντιστής, ο οποίος μέχρι την Α’ Λυκείου είχε ήδη τελειώσει τα αγγλικά και τα γαλλικά, ενώ στα φοιτητικά του χρόνια έμαθε ισπανικά και ιταλικά.
Parlez vous Français?
Για το τέλος αφήσαμε μία αναγνωρίσιμη γλωσσομαθή. Η δημοσιογράφος Ειρήνη Νικολοπούλου μιλάει γαλλικά, αγγλικά, ιταλικά, ενώ τώρα μαθαίνει κινέζικα. Ωστόσο δηλώνει αιώνια ερωτευμένη με τα γαλλικά. «Τα γαλλικά είναι η γλώσσα, η κουλτούρα που έχουν επηρεάσει τα μέγιστα τον τρόπο σκέψης μου, τη ζωή μου ακόμη και την επιλογή του συντρόφου μου!
Κάποιες στιγμές αισθάνθηκα στη ζωή μου σαν να είχα και δεύτερη εθνικότητα. Και βέβαια, τα γαλλικά με βοήθησαν να μάθω τέλεια λατινικά, η οποία αν και ‘’νεκρή’’ γλώσσα, ήταν χρήσιμη ως σημείο αναφοράς και ιστορίας ενώ τέλος ‘’έπεσα μαλακά’’ στα ιταλικά γιατί είχαν πολλά κοινά σημεία. Τα ιταλικά, επίσης, τα λατρεύω γιατί όσο περνούν τα χρόνια, η ιταλική φινέτσα και το ταμπεραμέντο τους, το χιούμορ τους, η ελαφράδα τους για τη ζωή μού πάνε πιο πολύ από το γαλλικό μπαρόκ. Πιο δύσκολα είναι τα κινέζικα που μόλις άρχισα».
Χάρη στη γνώση αυτών των γλωσσών, η Ειρ. Νικολοπούλου έχει πάντα υψηλή αυτοπεποίθηση όταν παίρνει συνεντεύξεις από διεθνείς προσωπικότητες, όταν συμμετέχει ή διευθύνει συνέδρια, όταν ταξιδεύει στο εξωτερικό. «Η γλώσσα είναι επικοινωνία, σπάει ο ‘’πάγος’’. Στην Ισπανία, στη Βαρκελώνη π.χ. που έχω φίλους προσπαθώ ‘’τσάτρα πάτρα’’ να μιλήσω ισπανικά γιατί οι Ισπανοί είναι και λίγο πίσω στις ξένες γλώσσες.
Αντίθετα, δεν τα πήγα ποτέ καλά με τις γερμανόφωνες χώρες. Μου έπεφταν πάντα βαριά. Χάρη στην άνεσή μου στις ξένες γλώσσες, πήρα -ως γνωστόν- συνεντεύξεις από διεθνείς προσωπικότητες, είχα άνεση όταν στεκόμουν απέναντι σε έναν ξένο συνομιλητή ή ταξίδευα χωρίς φόβο γιατί μπορούσα να διαχειριστώ ό,τι μου συνέβαινε».
Για την ίδια, οι ξένες γλώσσες ήταν πάντα ένα επαγγελματικό εργαλείο, αλλά και μια έκφραση πολιτισμού. «Ηταν πάντα και τα δύο, η γνώση της γλώσσας με έφερνε κοντά με τον πολιτισμό όχι μόνο μιας χώρας αλλά όπου ομιλείτο αυτή η γλώσσα π.χ. με τα γαλλικά γνώρισα και την κουλτούρα του Βελγίου και της Ελβετίας, ενώ με τα αγγλικά ένιωσα να κρατώ ένα διαβατήριο στον παγκόσμιο πολιτισμό. Και ασφαλώς όταν αρχίσαμε ως Ελληνες τα πήγαινε -έλα στις Βρυξέλλες και το Στρασβούργο, απέκτησα ένα νέο διαβατήριο, της Ευρωπαίας Ελληνίδας δημοσιογράφου. Τι άλλο να σας πω; Για μένα οι ξένες γλώσσες ισοδυναμούν με το πανεπιστημιακό μου πτυχίο στα Νομικά και βάλε!», καταλήγει.◉
Μάθε παιδί μου γλώσσες
«Γνώρισα και εγώ από νωρίς σχετικά ξένες γλώσσες και φιλολογίες· ταξίδεψα και κατοίκησα στο εξωτερικό, όπου έκαμα και μέρος των σπουδών μου· έχω συγγράψει
και μιλήσει δημόσια ξένες γλώσσες και είχα έτσι συχνότατα ευκαιρίες να διαπιστώσω και πρακτικά τι αξίζει να κατέχει κανείς ξένες γλώσσες και τα πολλαπλά πλεονεχτήματα που μπορεί να μας εξασφαλίσει η γνώση τους».
- Ο Μανόλης Τριανταφυλλίδης για την αξία της γλωσσομάθειας. «Οι ξένες γλώσσες και η αγωγή». 1965.
Αύρα πολιτισμού
Διαβάστε την συνέχεια του άρθρου εδώ