xeniglosssa.gr

Πέρσι την Άνοιξη πήγαμε εκδρομή στην Κωνσταντινούπολη. Παρέα μεσήλικων με την καρδιά κάποιοι στα πάτρια εδάφη και τις πάλαι ποτέ χαμένες πατρίδες και άλλοι με το μάτι στραμμένο στην Ιστορία και την προαιώνια «διαφορά» με τους Τούρκους. Όλοι όμως –ή σχεδόν όλοι- με τη σκέψη πως μετά από τις επισκέψεις στα Βυζαντινά μνημεία του Ελληνισμού και τη βραδιά στα «χανουμάκια» -άλλο μαστ κι αυτό, ποιος θα βάλει πιο βαθειά τα λεφτά μες το στηθόδεσμο της ζουμερής πλην μεστωμένης Τουρκάλας- το μυαλό όλων στα ψώνια. Τι τουρίστας που είναι ο Έλληνας! Πάει εκδρομές για να ψωνίσει και να δείξει τι υλικά αγαθά απόκτησε σ’ εκείνη τη χώρα του εξωτερικού που πήγε.



Ψώνια στην Πόλη για το μέσο Έλληνα τουρίστα, σημαίνει Καπαλί Τσαρσί και φυσικά δερμάτινα. Πήγαμε την τελευταία μέρα κατά το έθιμο κι εμείς, και μια που ο ξεναγός μας είχε πει πως αν δεν κάνεις παζάρια οι πωλητές προσβάλλονται, ανέλαβε ο αετονύχης της παρέας να κάνει το παζάρι για λογαριασμό των ενδεχόμενων αγοραστών. Μπήκαμε σ’ ένα μαγαζί μετά από μια δαιδαλώδη πορεία, όπου είχαμε ακολουθήσει έναν νεαρό κράχτη που διαλαλούσε την πραμάτεια του μαγαζιού του στην είσοδο της τεράστιας αγοράς και αφού παζάρεψε και ξανά παζάρεψε ο φίλος μας, μας πρότεινε να πάμε και στον απέναντι να ρίξουμε μια ματιά. «Έτσι για να ξαναγυρίσουμε και να τον κάνουμε να κατεβάσει κι άλλο την τιμή», μας είπε μ’ ένα σαρδόνιο χαμόγελο στην άκρη απ’ το μουστάκι του. Και όντως πήγαμε και όντως ψωνίσαμε από κει τα δερματινάκια μας και υπερήφανοι για τις υπέροχες τιμές που μας πέτυχε ο παζαρτζής φίλος, βγήκαμε από το Λαβύρινθο του Καπαλί Τσαρσί και καθήσαμε σε μια καφετέρια ακριβώς απ’ έξω για να γιορτάσουμε τη έξυπνη αγορά μας πίνοντας ένα τούρκικο καφέ. Εκεί μας πέτυχε ο νεαρός κράχτης κι αφού έριξε μια ματιά στις σακούλες που κοίτονταν στο πάτωμα της καφετέριας γύρισε στον αετονύχη παζαρτζή φίλο της παρέας μας και του είπε μ’ ένα στραβό χαμόγελο: «Εσύ πολύ μεγάλο μακαντάσ’ είσαι!» Εκείνος χαμογέλασε φιλάρεσκα κι εμείς μόνο που δεν τον χειροκροτήσαμε για τις ικανότητες του στο «παζαρεύειν» και φτηνά «ψωνίζειν».



Μερικούς μήνες αργότερα η σκηνή της Καπαλιτσαρσίτικης αγοραπωλησίας μου ήρθε στο νου κατά τη διάρκεια των εγγραφών του Σεπτεμβρίου. Κι αυτή τη φορά δεν ήταν το δερματινάκι που λες: «Ε και; Πόσο θα το φορέσω; Ας είναι και παλιοποιότητα». Ήταν η συνδιαλλαγή με μανούλα πελάτισσα μας, που είχε πάρει σβάρνα τα Κέντρα Ξένων Γλωσσών της περιοχής μας και ως εκπρόσωπος της υπόλοιπης παρέας, κατά τα λεγόμενα της, προσπαθούσε να πετύχει μια καλύτερη τιμή. Οι διάλογοι που διαμείφθηκαν μεταξύ εκείνης και της γράφουσας ήταν απείρου κάλλους.




-Εμείς σ΄ εσάς θέλουμε να έρθουμε γιατί και πολλή καλή δουλειά κάνετε και τα παιδιά μου πολύ την αγαπάνε τη δασκάλα τους. (χαμόγελο γεμάτο γλύκα) Όμως ξέρετε τώρα με την κρίση… (το κεφάλι κάτω και τα μάτια έτοιμα να βουρκώσουν).




-Ξέρω και γι’ αυτό μια που έχετε δυο παιδιά θα σας κάνουμε μια καλύτερη τιμή.

-Δεν είμαι μόνη μου… (μικρή παύση) προχθές συζητούσα και με κάποιες άλλες μαμάδες και έλεγαν κι εκείνες τα ίδια… (σκόπιμη διακοπή).

-Τι λέγατε δηλαδή;

-Να… Πως δεν γίνεται να πληρώνουμε τόσα πολλά… οι καιροί είναι δύσκολοι (δυο Δημόσιοι μισθοί στο συγκεκριμένο σπίτι) και απ’ ότι είπαν μάλλον θα δουν να πάνε κάπου αλλού… εμείς, τα δικά μου παιδιά, θέλουν να έρθουμε εδώ… (σπέρνει τους πρώτους πανικόσπορους…)

-Συμφωνήσατε δηλαδή με τις φίλες να πάτε κάπου αλλού;

-Έ όχι ακριβώς, αλλά να… ξέρετε… εγώ ήρθα και σας λέω τι συμβαίνει επειδή σας συμπαθώ και σαν άνθρωπο. Εκείνες μάλλον θα κάνουν τους λαγούς και θα σας φύγουν χωρίς να σας το πουν… (κι άλλος πανικόσπορος…)

-Βρήκατε κάπου πιο φτηνά;

-Ναι, ναι… η… (αναφέρει ένα όνομα συναδέλφου) μάλλον ξέρετε πόσο κατέβασε φέτος τις τιμές της…. Η κρίση βλέπετε…

-Λυπάμαι πολύ, αλλά αξιολογούμε τη δουλειά μας μ’ αυτό το ποσόν και δεν σκοπεύουμε να την εξευτελίσουμε…

-Καλά, εμείς σ’ εσάς θα έρθουμε, οπότε απλά είπα να σας πω τι συμβαίνει….

-Να κάνουμε δηλαδή την εγγραφή;

-Ε, ας πάω πρώτα σπίτι να μιλήσω και με το σύζυγο… (Μη ξεχάσεις να του πεις να βγάλει την ποδιά και το τσεμπέρι πρώτα!)

-Ωραία! Ωστόσο ας δώσουμε στα παιδιά σας τις τσαντούλες τους και τις κασετινούλες τους. (Την κάνω γυριστή εγώ… στο κάτω κάτω τι θα χάσουμε; Μια τσάντα και μια κασετίνα επί δύο
)



Συμπέρασμα:

Εμείς χάσαμε δυο τσάντες και δυο κασετίνες… κέρδισαμε τις υπόλοιπες μαμάδες μαζί με τα παιδιά τους, χάσαμε τη μαμά την παζαρτζού μια που μπέρδεψε τη λαϊκή με τη σχολή και επιχείρησε να τα κάνει όλα Καπαλί Τσαρσί, κερδίσαμε τη συνεργασία με τη συνάδελφο που είμαστε μαζί στον ίδιο χώρο εδώ και 35 χρόνια, χάσαμε τη συνεργασία με την καινούρια συνάδελφο που δεν ήθελε να κρατήσουμε σταθερές τις τιμές –έτσι κι αλλιώς δεν πιστέψαμε ποτέ πως θα συνεργαζόταν μαζί μας, κερδίσαμε την αξιοπρέπεια και το καλό όνομα του σχολείου μας για άλλη μια φορά, «χάσαμε» την οποιαδήποτε σχέση ΔΕΝ είχαμε ποτέ με τη «συνάδελφο» που εξευτέλισε τις τιμές, και όλοι μαζί αντί να μοιραστούμε μια πίτα, μοιραστήκαμε μια μερίδα μπουγάτσα.




Τελικά τι λέτε εσείς; Κερδίσαμε ή χάσαμε;

(Και μη μου πείτε πάλι η κρίση…. Η γυφτιά να μου πείτε…)

Α ναι!!! Και τα παιδάκια της κυρίας ήρθαν ΜΕΤΑ που γράφτηκαν αλλού να μας επιστρέψουν τις τσαντούλες και τις κασετινούλες. Φυσικά και τους τις χαρίσαμε για να βάζουν μέσα τα παιχνιδάκια τους…


xeniglosssa.gr