Απόσπασμα από το βιβλίο «Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου Βίος και Λόγοι» Εκδ. Ι.Μ. Χρυσοπηγής, Χανιά, Κρήτη, 2003

1. Η αγωγή των παιδιών αρχίζει απ’ την ώρα της συλλήψεώς τους.

Το έμβρυο ακούει κι αισθάνεται μέσα στην κοιλιά της μητέρας του. Ναι, ακούει και βλέπει με τα μάτια της μητέρας του. Αντιλαμβάνεται τις κινήσεις και τα συναισθήματά της, παρόλο που ο νους του δεν έχει αναπτυχθεί. Σκοτεινιάζει το πρόσωπο της μάνας, σκοτεινιάζει κι αυτό. Νευριάζει η μάνα, νευριάζει κι αυτό. Ό,τι αισθάνεται η μητέρα, λύπη, πόνο, φόβο, άγχος κ.λπ., τα ζει κι αυτό. Αν η μάνα δεν το θέλει το έμβρυο, αν δεν το αγαπάει, αυτό το αισθάνεται και δημιουργούνται τραύματα στην ψυχούλα του, που το συνοδεύουν σ’ όλη του τη ζωή. Το αντίθετο συμβαίνει με τ’ άγια συναισθήματα της μάνας. Όταν έχει χαρά, ειρήνη, αγάπη στο έμβρυο, τα μεταδίδει σ’ αυτό μυστικά, όπως συμβαίνει με τα γεννημένα παιδιά.

Γι’ αυτό πρέπει η μητέρα να προσεύχεται πολύ κατά την περίοδο της κυήσεως και ν’ αγαπάει το έμβρυο, να χαϊδεύει την κοιλιά της, να διαβάζει ψαλμούς, να ψάλλει τροπάρια, να ζει ζωή αγία. Αυτό είναι δική της ωφέλεια· αλλά κάνει θυσίες και για χάρη του εμβρύου, για να γίνει και το παιδί πιο άγιο, ν’ αποκτήσει απ’ την αρχή άγιες καταβολές. Είδατε πόσο λεπτό πράγμα είναι για την γυναίκα να κυοφορεί παιδί; Πόση ευθύνη και πόση τιμή!

Θα σας πω κάτι σχετικό και γι’ άλλα έμψυχα και μη λογικά όντα και θα το καταλάβετε λίγο. Στην Αμερική εφαρμόζουν πειραματικά το εξής: Σε δύο αίθουσες, με ίδιες θερμοκρασίες, ίδιο πότισμα και ίδιο χώμα, φυτεύουν λουλούδια. Υπάρχει, όμως, μια διαφορά. Στην μια αίθουσα, βάζουν απαλή κι ευχάριστη μουσική. Το αποτέλεσμα; Τι να σας πω! Τα λουλούδια αυτής της αίθουσας παρουσιάζουν τεράστια διαφορά σε σχέση με τ’ άλλα. Έχουν άλλη ζωηράδα, το χρώμα τους είναι πιο ωραίο κι η ανάπτυξή τους είναι ασύγκριτα μεγαλύτερη.


2. Εκείνο που σώζει και φτιάχνει καλά παιδιά είναι η ζωή των γονέων μέσα στο σπίτι.

Οι γονείς πρέπει να δοθούνε στην αγάπη του Θεού. Πρέπει να γίνουμε άγιοι κοντά στα παιδιά με την πραότητά τους, την υπομονή τους, την αγάπη τους. Να βάζουμε κάθε μέρα νέα σειρά, νέα διάθεση, ενθουσιασμό κι αγάπη στα παιδιά. Και η χαρά που θα τους έλθει, η αγιοσύνη που θα τους έχει επισκεφθεί, θα εξακοντίσει στα παιδιά την Χάρη. Για την κακή συμπεριφορά των παιδιών φταίνε γενικά οι γονείς. Δεν τα σώζουν ούτε οι συμβουλές, ούτε η πειθαρχία, ούτε η αυστηρότητα. Αν δεν αγιάζονται οι γονείς, αν δεν αγωνίζονται, κάνουν μεγάλα λάθη και μεταδίδουν το κακό που έχουν μέσα τους. Αν οι γονείς δεν ζουν ζωή αγία, αν δεν μιλούν με αγάπη, ο διάβολος ταλαιπωρεί τους γονείς με τις αντιδράσεις των παιδιών. Η αγάπη, η ομοψυχία, η καλή συνεννόηση των γονέων είναι ό,τι πρέπει για τα παιδιά. Μεγάλη ασφάλεια και σιγουριά.

Τα φερσίματα των παιδιών έχουν άμεση σχέση με την κατάσταση των γονέων. Όταν τα παιδιά πληγώνονται απ’ την κακή μεταξύ των γονέων τους συμπεριφορά, χάνουν δυνάμεις και διάθεση, να προχωρήσουν στην πρόοδο. Κακοχτίζονται και το οικοδόμημα της ψυχής τους κινδυνεύει από στιγμή σε στιγμή να γκρεμισθεί. Να σας πω και δύο παραδείγματα.

Είχαν έλθει δυο κοπελίτσες σ’ εμένανε κι η μια είχε κάτι πολύ άσχημα βιώματα και με ρωτούσαν που οφείλονται. Και τους είπα:

- Είναι απ’ το σπίτι, απ’ τους γονείς σας.

Κι όπως την «έβλεπα» την μια, λέω:

- Εσύ απ’ την μητέρα σου τα έχεις κληρονομήσει αυτά.

- Κι όμως, λέει, οι γονείς μας είναι τόσο τέλειοι άνθρωποι. Είναι χριστιανοί, εξομολογούνται, μεταλαμβάνουν, που μπορεί να πει κανείς, ζήσαμε μέσα στη θρησκεία. Εκτός… αν φταίει η θρησκεία, απαντάει εκείνη.

Τους λέω:

- Τίποτα δεν πιστεύω απ’ αυτά που μου λέτε. Εγώ ένα μόνο βλέπω, οι γονείς σας δεν τήνε ζουν τη χαρά του Χριστού.

Πάνω σ’ αυτό η άλλη είπε:

- Άκουσε, Μαρία, καλά λέει ο παππούλης, έχει δίκιο. Οι γονείς μας πάνε στον πνευματικό, στην Εξομολόγηση, στην Θεία Μετάληψη, ναι… Αλλά είχαμε ποτέ ειρήνη στο σπίτι; Ο πατέρας συνεχώς γκρίνιαζε με την μητέρας μας. Διαρκώς πότε ο ένας δεν έτρωγε, πότε ο άλλος δεν ήθελε να πάνε κάπου μαζί. Έχει δίκιο, λοιπόν, ο παππούλης.

- Πως τον λένε τον πατέρα σου; την ρωτάω.

Μου είπε.

- Πως την λένε την μητέρα σου;

Μου είπε.

- Ε, λέω, με την μητέρα σου δεν τα έχει καθόλου καλά μέσα σου.

Ακούστε με τώρα. Τη στιγμή που μου έλεγαν τον όνομα, έβλεπα τον πατέρα, έβλεπα την ψυχή του. Τη στιγμή που μου έλεγαν το όνομα της μητέρας, έβλεπα την μητέρα κι έβλεπα πως κοίταζε η κόρη την μητέρα της.

Κάποια άλλη μέρα ήλθε μια μητέρα με την μια της κόρη και μ’ επισκέφθηκαν. Ήταν στενοχωρημένη. Έκλαιγε με λυγμούς. Ένιωθε πολύ δυστυχισμένη.

- Τι έχεις; την ρωτάω.

- Είμαι απελπισμένη με την μεγάλη μου κόρη, η οποία έδιωξε τον άνδρα της απ’ το σπίτι και μας παραπλανούσε λέγοντας πολλά ψέματα.

- Τι ψέματα; της λέω.

- έδιωξε προ πολλού τον άνδρα της απ’ το σπίτι και δεν μας είπε τίποτα. Την ερωτούσαμε από τηλεφώνου, «τι κάνει ο Στέλιος;». «Καλά, μας απαντούσε, αυτή τη στιγμή πήγε να πάρει εφημερίδα». Κάθε φορά έβρισκε κάποια πρόφαση, ώστε να μην υποψιασθούμε τίποτα. Αυτό κράτησε δύο χρόνια. Μας το έκρυβε, που τον είχε διώξει. Προ ημερών το μάθαμε απ’ τον ίδιο, που τυχαία τον εσυναντήσαμε.

Της λέω, λοιπόν:

- Εσύ φταίεις. Εσύ κι ο άνδρας σου. Και πιο πολύ εσύ.

- Εγώ! που αγαπούσα τόσο τα παιδιά μου, που δεν έβγαινα απ’ την κουζίνα, που δεν είχα προσωπική ζωή, που τα οδηγούσα στον Θεό και στην Εκκλησία, που τα συμβούλευα στο καλό. Πώς φταίω εγώ;

Απευθύνθηκα στην άλλη κόρη, που ήταν παρούσα:

- Εσύ τι λέεις;

- Ναι, μαμά, έχει δίκιο ο παππούλης, ποτέ μα ποτέ δεν φάγαμε γλυκό ψωμί απ’ τα μαλώματα που κάνατε μια ζωή με τον μπαμπά.

- Βλέπεις, που έχω δίκιο; Εσείς φταίτε, εσείς τα τραυματίζετε τα παιδιά. Δεν φταίνε εκείνα, υφίστανται, όμως, τις συνέπειες.

Δημιουργείται μία κατάστασις στην ψυχή των παιδιών εξαιτίας των γονέων τους, που αφήνει ίχνη μέσα τους για όλη τους τη ζωή. Η συμπεριφορά τους στη συνέχεια της ζωής τους, η σχέση με τους άλλους έχουν άμεση εξάρτηση απ’ τα βιώματα που φέρουν απ’ τα παιδικά τους χρόνια. Μεγαλώνουν, μορφώνονται, αλλά κατά βάθος δεν αλλάζουν. Αυτό φαίνεται και στις πιο μικρές εκδηλώσεις της ζωής. Επί παραδείγματι, σου συμβαίνει μια λαιμαργία, να θέλεις να τρώεις. Πήρες, έφαγες, βλέπεις κάτι άλλο, το θέλεις κι εκείνο, το θέλεις και τ’ άλλο. Αισθάνεσαι ότι πεινάεις, ότι άμα δεν φάεις, σε πιάνει μια λιγούρα, μια τρεμούλα. Φοβάσαι ότι θ’ αδυνατίσεις. Είναι κάτι ψυχολογικό, που έχει εξήγηση. Μπορεί, ας πούμε, να μην εγνώρισες πατέρα, να μην εγνώρισες μητέρα, να είσαι υστερημένος και πεινασμένος, φτωχός κι αδύνατος. Κι αυτό από πνευματικό γεγονός εκδηλώνεται αντανακλαστικώς ως αδυναμία του σώματος.

Στην οικογένεια βρίσκεται μεγάλο μέρος απ’ την ευθύνη για την πνευματική κατάσταση του ανθρώπου. Για ν’ απαλλαγούν τα παιδιά από διάφορα εσωτερικά προβλήματα, δεν είναι αρκετές οι συμβουλές, οι εξαναγκασμοί, η λογική κι οι απειλές. Μάλλον γίνονται χειρότερα. Η διόρθωση γίνεται με τον εξαγιασμό των γονέων. Γίνεται άγιοι και δεν θα έχετε κανένα πρόβλημα με τα παιδιά σας. Η αγιότητα των γονέων απαλλάσσει τα παιδιά απ’ τα προβλήματα. Τα παιδιά θέλουν κοντά τους ανθρώπους αγίους, με πολλή αγάπη, που δεν θα τα φοβερίζουν, ούτε θα περιορίζονται στη διδασκαλία, αλλά θα δίδουν άγιο παράδειγμα και προσευχή. Να προσεύχεσθε οι γονείς σιωπηλά και με τα χέρια ψηλά προς τον Χριστό και ν’ αγκαλιάζετε τα παιδιά σας μυστικά. Κι όταν κάνουν αταξίες, να παίρνετε παιδαγωγικά μέτρα, αλλά να μην τα πιέζετε. Κυρίως να προσεύχεσθε.

Πολλές φορές οι γονείς, και κυρίως η μητέρα, πληγώνουν το παιδί γι’ αταξία που έκανε και το μαλώνουν υπερβολικά. Τότε αυτό πληγώνεται. Ακόμη κι αν δεν το μαλώσεις εξωτερικά και μέσα σου το μαλώσεις κι αγανακτήσεις ή το κοιτάξεις άγρια, το παιδί το καταλαβαίνει. Νομίζει ότι η μητέρα δεν το αγαπάει. Ρωτάει την μάνα:

- Μ’ αγαπάς, μαμά;

- Ναι, παιδί μου.

Αλλ’ αυτό δεν πείθεται. Έχει πληγωθεί. Η μητέρα το αγαπάει, θα το χαϊδέψει μετά, αλλ’ αυτό θα κάνει το κεφάλι πίσω. Δεν δέχεται το χάδι, το νομίζει υποκρισία, γιατί έχει πληγωθεί.


3. Η Υπερπροστασία, αφήνει ανώριμα τα παιδιά.

Ένα άλλο πάλι, που βλάπτει τα παιδιά, είναι η υπερπροστασία, δηλαδή η υπερβολική φροντίδα, η υπερβολική αγωνία κι άγχος των γονέων. Ακούστε ένα περιστατικό.

Μια μητέρα μου παραπονιόταν ότι το παιδί της, πέντε χρονώ, δεν υπάκουε. Της έλεγα, «εσύ φταίεις», αλλά δεν το καταλάβαινε. Κάποια φορά επήγαμε με την μητέρα αυτήν ένα περίπατο στη θάλασσα με τ’ αυτοκίνητο της. Είχε μαζί της και το παιδί. Σε λίγο ο μικρός ξέφυγε απ’ το χέρι της κι έτρεξε προς τη θάλασσα. Υπήρχε, μάλιστα, ένας σωρός από άμμο κι απ’ την πίσω πλευρά του απότομα απλωνόταν η θάλασσα. Η μητέρα αγχώθηκε, ήταν έτοιμη να φωνάξει, να τρέξει, διότι είδε τον μικρό στην κορυφή του σωρού, μ’ απλωμένα τα χέρια να κάνει ισορροπία. Εγώ την καθησύχασα, της είπα και γύρισε την πλάτη προς το παιδί και λίγο λοξά παρακολουθούσα. Όταν ο μικρός απελπίσθηκε να προκαλεί την μητέρα του, για να την τρομάξει και να φωνάξει, όπως συνήθως, σιγά σιγά κατέβηκε ήσυχος και μας επλησίασε. Αυτό ήταν! Τότε πήρε η μητέρα το μάθημα της σωστής αγωγής.

Μια άλλη μητέρα παραπονιόταν για τον μοναχογιό της ότι δεν έτρωγε όλα τα φαγητά και κυρίως το γιαούρτι. Ο μικρός ήταν περίπου τριώ χρονώ και την επαίδευε την μάνα καθημερινά. Της λέγω:

«Θα κάνεις το εξής. Θ’ αδειάσεις το ψυγείο απ’ όλα τα τρόφιμα. Θα το γεμίσεις με ορισμένη ποσότητα γιαούρτι. Θα ταλαιπωρηθείτε και οι γονείς για μερικές ημέρες. Ήλθε η ώρα του φαγητού; Θα δώσεις στον Πέτρο γιαούρτι. Δεν θα το φάει. Το βράδυ το ίδιο, την άλλη μέρα το ίδιο. Ε, μετά θα πεινάσει, κάτι θα δοκιμάσει. Θα κλάψει, θα φωνάξει. Θα τα υποστείτε. Μετά θα το φάει ευχαρίστως».

Έτσι συνέβηκε κι έγινε το γιαούρτι το καλύτερο φαγητό για τον Πέτρο.

Δεν είναι δύσκολα αυτά. Κι όμως πολλές μητέρες δεν τα καταφέρνουν και δίδουν πολύ αρνητική αγωγή στα παιδιά τους. Μητέρες που κάθονται πάνω απ’ τα παιδιά τους συνεχώς και τα καταπιέζουν, δηλαδή τα υπερπροστατεύουν, απέτυχαν στο έργο τους. Ενώ πρέπει ν’ αφήνεις το παιδί μόνο του να ενδιαφερθεί για την πρόοδό του. Τότε θα πετύχεις. Όταν κάθεσαι συνεχώς από πάνω τους, τα παιδιά αντιδρούν. Αποκτούν νωθρότητα, μαλθακότητα και συνήθως αποτυγχάνουν στη ζωή. Είναι ένα είδος υπερπροστασίας, που αφήνει ανώριμα τα παιδιά.

Πριν από λίγες ημέρες ήλθε απελπισμένη μια μητέρα για τις συνεχείς αποτυχίες του γιου της στις εισιτήριες εξετάσεις για το Πανεπιστήμιο. Άριστος μαθητής στο δημοτικό, άριστος στο γυμνάσιο, άριστος στο λύκειο. Στη συνέχεια αποτυχίες, αδιαφορία του παιδιού, αντιδράσεις περίεργες.

«Εσύ φταίεις, της λέω της μάνας, κι είσαι και μορφωμένη! Τι θα έκανε το παιδί; Πίεση, πίεση, πίεση όλα τα χρόνια, ‘’να είσαι πρώτος, να μη μας ντροπιάσεις, να γίνεις μεγάλος στην κοινωνία….’’. τώρα εκλώτσησε, δεν θέλει τίποτα. Να σταματήσεις αυτή την καταπίεση και την υπερπροστασία και θα δεις που το παιδί τότε θα ισορροπήσει. Τότε θα προχωρήσει, όταν τ’ αφήσεις ελεύθερο».


4. Το παιδί θέλει κοντά του ανθρώπους θερμής προσευχής.

Όχι ν’ αρκείται η μητέρα στο αισθητό χάδι για το παιδί της, αλλά να προσφέρει συγχρόνως και το χάδι της προσευχής. Το παιδί αισθάνεται στο βάθος της ψυχής του το πνευματικό χάδι, που μυστικά στέλνει η μητέρα του, και έλκεται προς αυτήν. Νιώθει ασφάλεια, σιγουριά, όταν η μητέρα με τη συνεχή, την επίμονη και θερμή προσευχή της αγκαλιάζει το παιδί της μυστικά και το ελευθερώνει απ’ ό,τι το σφίγγει.

Οι μητέρες ξέρουν να αγχώνονται, να συμβουλεύουν, να λένε πολλά, αλλά δεν έμαθαν να προσεύχονται. Οι πολλές συμβουλές και υποδείξεις κάνουν πολύ κακό. Όχι πολλά λόγια στα παιδιά. Τα λόγια χτυπάνε στ’ αυτιά, ενώ η προσευχή πηγαίνει στην καρδιά. Προσευχή χρειάζεται, με πίστη δίχως άγχος, αλλά και καλό παράδειγμα.

Κάποια μέρα ήλθε εδώ στο μοναστήρι μια μητέρα απελπισμένη για τον γιο της, τον Γιώργο. Ήταν πολύ μπερδεμένος. Γύριζε αργά τη νύκτα με παρέες όχι καλές. Η κατάστασή του κάθε μέρα χειροτέρευε. Αγωνία, κλάματα η μητέρα.

Της λέω:

- Τίποτα, μιλιά εσύ, μόνο προσευχή.


Βάλαμε στις δέκα με δέκα και τέταρτο το βράδυ κοινή ώρα προσευχής. Της είπα να μη μιλάει και ν’ αφήσει τον γιο της να βγαίνει ό,τι ώρα θέλει, να μη ρωτάει, «τι ώρα ήταν που ήλθες» κ.λπ., αλλά να τους λέει έτσι, με πολλή αγάπη: «Φάε, Γιώργο μου, στο ψυγείο σου έχομε αφήσει φαγητό». Και να μην του λέει τίποτ’ άλλο. Γενικώς να του φέρεται με αγάπη και να μην αφήνει την προσευχή.

Η μητέρα άρχισε να τα εφαρμόζει, οπότε περάσανε καμιά εικοσαριά ημέρες και της λέει:


- Μάνα, γιατί δεν μου μιλάεις;

- Γιώργο μου, εγώ δεν σου μιλάω;

- Μάνα, κάτι έχεις μαζί μου. Δεν μου μιλάεις.

- Περίεργο πράγμα είναι αυτό που μου λες, Γιώργο μου. Πως δεν σου μιλάω; Να, τώρα δεν σου μιλάω; Τι θέλεις να σου πω;

Κι ο Γιώργος δεν της απάντησε. Μετά ήλθε στο μοναστήρι η μητέρα και μου λέει:

- Γέροντα, τι ήταν αυτό που μου είπε το παιδί;

- Επέτυχε η μέθοδός μας!

- Ποια μέθοδος;

- Που σας είπα να μην του μιλάτε, να κάνετε μόνο προσευχή μυστικά και το παιδί θα συνέλθει.

- Λέεις να είναι αυτό;

- Αυτό είναι, της λέω. Θέλει να του κάνεις την παρατήρηση, «που ήσουνα, τι έκανες;». Και αυτός να φωνάζει, ν’ αντιδρά και να έρχεται ακόμη πιο αργά.

- Πω, πω! λέει. Τι μυστήρια κρύβονται!

- Το κατάλαβες; Εφόσον σου μιλάει η κατάστασις. Αυτός σε βασάνιζε, γιατί ήθελε να τον μαλώνεις, για να κάνει τα σκέρτσα του. Δεν τον μαλώνεις, στενοχωριέται. Αντί να στενοχωριέσαι εσύ, όταν κάνει αυτός τα δικά του, τώρα, που δεν στενοχωριέσαι εσύ και δείχνεις απάθεια, στενοχωριέται αυτός.

Μια μέρα ο Γιώργος τους ανακοίνωσε στο σπίτι ότι φεύγει, αφήνει τη δουλειά του και πάει για τον Καναδά. Είχε πει και στ’ αφεντικό του: «Φεύγω, βρες άλλον να μ’ αντικαταστήσει στη δουλειά». Εγώ, εν τω μεταξύ, είπα στους γονείς:

- Εμείς θα κάνομε προσευχή.

- Μα είναι έτοιμος…. Θα τον βουτήξω! λέει ο πατέρας του.

- Όχι, μην τόνε πειράξεις, του λέω.

- Μα φεύγει το παιδί, Γέροντα!

Λέω:

- Ας φεύγει. Εσείς να επιδοθείτε στην προσευχή κι εγώ μαζί σας.

Μετά δυο-τρεις μέρες ήταν Κυριακή. Πρωί πρωί ο Γιώργος τους λέει:

- Εγώ φεύγω, θα πάω με τους φίλους μου.

- Καλά, όπως θέλεις, του λένε.

Έφυγε. Πήρε τους φίλους του, δυο κοπέλες και δυο αγόρια, νοικιάσανε ένα αυτοκίνητο και ξεκινήσανε για τη Χαλκίδα. Πήγανε από δω, από κει… Μετά πήγανε στον Άγιο Ιωάννη τον Ρώσο κι από κει τραβήξανε Μαντούδι, Αγία Άννα, πέρα στα Βασιλικά. Πήγανε, κάνανε μπάνιο στο Αιγαίον Πέλαγος, φάγανε, ήπιανε, γλεντήσανε. Μετά επήρανε το δρόμο της επιστροφής. Είχε σουρουπώσει. Ο Γιώργος οδηγούσε. Εκεί, στην Αγία Άννα, χτυπάει τ’ αυτοκίνητο στο αγκωνάρι ενός σπιτιού. Το στραπατσάρισαν. Τι να κάνουνε τώρα; Το πήρανε σιγά σιγά και το φέρανε στην Αθήνα.

Έφθασε πρωί πρωί, νύκτα, στο σπίτι. Δεν του είπαν τίποτα οι γονείς. Αυτός έπεσε και κοιμήθηκε. Μετά τον ύπνο εσηκώθηκε και λέει:

- Πατέρα, αυτό κι αυτό… Τώρα πρέπει να φτιάξομε τ’ αυτοκίνητο κι έχει πολλά λεφτά.

Του λέει:

- Παιδί μου, εσύ ξέρεις. Εγώ έχω χρέη, έχω τις αδελφές σου… Τι θα γίνομε;

- Τι να κάνω, πατέρα;

- Ό,τι θέλεις, κάνε. Μεγάλος είσαι, μυαλό έχεις. Σύρε στον Καναδά να κάνεις λεφτά, να…

- Δεν μπορώ, του λέει. Πρέπει να το φτιάξομε τώρα.

- Δεν ξέρω, του λέει. Κανόνισε.

Λοιπόν, βλέποντας έτσι τον πατέρα, έφυγε. Πάει, βρίσκει τ’ αφεντικό του. Λέει:

- Αφεντικό, αυτό κι αυτό έπαθα. Δεν θα φύγω. Μην παίρνεις άλλονε.

Του λέει εκείνος:

- Καλά, καλά, παιδί μου.

- Ναι, αλλά θέλω λεφτά.

- Ναι, αλλά εσύ θέλεις να φύγεις. Πρέπει να μου υπογράψει ο πατέρας σου.

- Εγώ θα σου υπογράψω. Ο πατέρας μου δεν ανακατεύεται. Μου το είπε. Εγώ θα δουλέψω και θα στα δώσω.

Δεν είναι θαύμα του Θεού αυτό; Όταν ξαναήλθε η μητέρα, της είπα:

- Επέτυχε ο τρόπος που μεταχειρισθήκαμε και η προσευχή μας εισακούσθηκε στον Θεό. Και το δυστύχημα ήταν απ’ τον Θεό και τώρα το παιδί θα μείνει στο σπίτι και θα σωφρονισθεί.

Έτσι έγινε με την προσευχή μας. Έγινε θαύμα. Εκάνανε νηστεία και προσευχή και σιωπή οι γονείς κι επέτυχαν. Έπειτα από καιρό ήλθε το παιδί και με ηύρε χωρίς να του πει για μένα κανείς απ’ τους δικούς του. Ο Γιώργος έγινε πολύ καλός και είναι τώρα στην Αεροπορία. Και έκανε και ωραία οικογένεια.


Διαβάστε την συνέχεια εδώ

Πηγη vatopaidi.wordpress.com/