Δυσλεξία
Η Δυσλεξία είναι μια δυσλειτουργία που έχει νευρολογική και συχνά κληρονομική βάση, και η οποία συνδέεται με την κατάκτηση και την επεξεργασία της γλώσσας. Διαφέροντας ως προς τον βαθμό σοβαρότητας, εκδηλώνεται ως δυσκολία στην πρόσληψη και έκφραση της γλώσσας(συμπεριλαμβανομένης και της φωνολογικής επεξεργασίας), στην ανάγνωση, στη γραφή με το χέρι, και μερικές φορές στην αριθμητική.
Η δυσλεξία δεν είναι αποτέλεσμα της έλλειψης κινήτρων, αισθητηριακής βλάβης, ανεπάρκειας σε μορφωτικές ή περιβαλλοντικές ευκαιρίες, ή άλλες περιορισμένες συνθήκες, αλλά μπορεί να εμφανιστεί μαζί με αυτές τις συνθήκες. Παρόλο που η δυσλεξία διαρκεί όσο και η ζωή, τα άτομα με δυσλεξία συχνά ανταποκρίνονται με επιτυχία στην έγκαιρη και κατάλληλη παρέμβαση.
Με ποια συμπτώματα γίνεται αντιληπτή;
Η Δυσλεξία είναι γνωστή πάνω από 100 χρόνια και επηρεάζει τη ζωή εκατομμυρίων παιδιών και ενηλίκων σε όλο τον κόσμο,με σοβαρές εκπαιδευτικές, ψυχολογικές και κοινωνικές συνέπειες. Η Δυσλεξία εμφανίζεται στα αγόρια σε αναλογία 4:1 σε σχέση με τα κορίτσια. Εκδηλώνεται τα πρώτα χρόνια φοίτησης στο δημοτικό σχολείο ως μια απροσδόκητη αποτυχία ή πολύ χαμηλή επίδοση στην ανάγνωση και τη γραφή, που δε δικαιολογεί η ηλικία, οι εκπαιδευτικές ευκαιρίες και το νοητικό επίπεδο του παιδιού. Ένα άτομο με Δυσλεξία αντιμετωπίζει πάντα δυσκολίες στον γραπτό λόγο, τη γραφή, σοβαρές δυσκολίες στην ορθογραφία, αργοπορία στην εκμάθηση της ανάγνωσης.
Αντιμετωπίζει συχνά δυσκολίες στα μαθηματικά, ειδικά στην αφομοίωση συμβόλων και μορφών όπως οι πίνακες πολλαπλασιασμού, δυσκολίες στη βραχύχρονη μνήμη και οργάνωση, την παρακολούθηση οδηγιών και αλληλουχιών, την κατανόηση γραπτών κειμένων.
Αντιμετωπίζει μερικές φορές δυσκολίες στον προφορικό λόγο, τον χωροχρονικό προσανατολισμό, τη διάκριση δεξί-αριστερό.
Οι δυσκολίες αυτές, ποιοτικά και ποσοτικά, ποικίλουν από άτομο σε άτομο με τα συμπτώματα να διαφοροποιούνται ανάλογα με την ηλικία του.
Διάχυτη Αναπτυξιακή Διαταραχή, ΔΑΔ
Ο επίσημος ορισμός για τον αυτισμό, όπως καθορίζεται από την αμερικανική ψυχιατρική ένωση στο DSM-IV, είναι Διάχυτες Αναπτυξιακές διαταραχές, ΔΑΔ. Οι Διάχυτες Αναπτυξιακές Διαταραχές είναι μια ευρύτερη κατηγορία που περιλαμβάνει πέντε διαταραχές: α) τον αυτισμό, β) τη διαταραχή Rett, γ) την παιδική αποδιοργανωτική διαταραχή, δ) τη διαταραχή Asperger και ε) τη διάχυτη αναπτυξιακή διαταραχή μη προσδιοριζόμενη αλλιώς. Μερικές φορές ο ορισμός για τον αυτισμό χρησιμοποιείται για να περιγράψει μόνο τον αυτισμό και μερικές φορές χρησιμοποιείται για να περιγράψει και τις πέντε διάχυτες αναπτυξιακές διαταραχές.
Οι διάχυτες αναπτυξιακές διαταραχές, ΔΑΔ είναι νευρoαναπτυξιακές διαταραχές που εμφανίζεται στα πρώτα χρόνια ζωής του παιδιού. Χαρακτηρίζονται από αποκλίσεις και καθυστερήσεις στην ανάπτυξη των κοινωνικών, επικοινωνιακών και γνωστικών δεξιοτήτων, καθώς και από επαναλαμβανόμενες, περιορισμένες και στερεότυπες συμπεριφορές και ενδιαφέροντα.
Συνήθως μπορούν να διαγνωστούν ήδη από την ηλικία των 6 μηνών. Συνήθως οι γονείς είναι αυτοί που παρατηρούν πρώτοι ασυνήθιστη συμπεριφορά στο παιδί τους ή την αδυναμία του παιδιού τους να κατακτήσει τα τυπικά αναπτυξιακά ορόσημα.
Ορισμένοι γονείς περιγράφουν ένα παιδί που διέφερε από την στιγμή της γέννησής του, ενώ άλλοι περιγράφουν ένα παιδί που εξελισσόταν κανονικά και μετά έχασε αυτές τις δεξιότητες. Τα άτομα με αναπτυξιακές διαταραχές διαφέρουν μεταξύ τους και ως προς τα συμπτώματα και ως προς τη σοβαρότητα αυτών.
Διαταραχή ελλειμματικής προσοχής
Η Διαταραχή ελλειμματικής προσοχής με υπερκινητικότητα (ΔΕΠ-Υ) ή διάσπαση προσοχής είναι από τις πλέον μελετημένες διαταραχές της παιδικής ηλικίας, επειδή έχει μεγάλη συχνότητα, συνέπειες στην καθημερινή ζωή και είναι μια μακροπρόθεσμη κατάσταση. Η αυξημένη κινητικότητα, η παρορμητικότητα και η έλλειψη συγκέντρωσης προσοχής είναι τρία από τα στοιχεία που τη χαρακτηρίζουν. Η νοημοσύνη των παιδιών με αυτή τη διαταραχή είναι συνήθως φυσιολογική.
Συμπτώματα
Χαρακτηριστικά συμπτώματα του παιδιού με Διαταραχή ελλειμματικής προσοχής/ υπερκινητικότητας (διάσπαση προσοχής)μπορεί να είναι ορισμένα από τα ακόλουθα:
· Συνεχής μετακίνηση
· Μεταπηδά εύκολα από μια δραστηριότητα σε άλλη
· Κάνει συνέχεια αταξίες
· Πιάνει συνέχεια αντικείμενα που δεν επιτρέπεται
· Αδιαφορεί στην τιμωρία
· Συγκρούσεις με συνομηλίκους
· Έχει αστάθεια ή αδεξιότητα
· Πιθανές δυσκολίες μάθησης
Η συχνότητα με την οποία παρατηρείται η ΔΕΠ-Υ (Διασπαση προσοχης) έχει σχέση με τα κριτήρια που τίθενται σε κάθε κοινωνία γι’ αυτό και πολιτισμικοί παράγοντες παίζουν σημαντικό ρόλο. Τα ποσοστά ποικίλλουν στις διάφορες χώρες. Το ποσοστό αυτό παγκοσμίως ανέρχεται σε 3 – 6%, ανεξάρτητα από τον τόπο καταγωγής και τον πολιτισμό τους.
Το υπερκινητικό παιδί βρίσκεται σε μια συνεχή διέγερση, συνεχώς μεταπηδά από τη μια δραστηριότητα στην άλλη, ενώ η απροσεξία στη συμπεριφορά του εκφράζεται με το «δεν τελειώνω κάτι που έχω αρχίσει». Στην απροσεξία έχουμε και υπερκινητικότητα και παρορμητικότητα. Αυτός ο συνδυασμός «φτιάχνει» το σύνδρομο. Ένα φυσιολογικό παιδί μπορεί να είναι ζωηρό, αλλά δεν έχει διάσπαση προσοχής, μπορεί να κοντρολάρει τον εαυτό του.
Διαταραχή Συντονισμού των Κινήσεων
Διαταραχή Συντονισμού των Κινήσεων. Πρόκειται για μια διαταραχή κίνησης που χαρακτηρίζεται από δυσκολία στην ανάπτυξη κινητικού συντονισμού, σύμφωνα με την χρονολογική ηλικία. Το παιδί παρουσιάζει σοβαρές δυσκολίες α)σε καθημερινές δραστηριότητες που περιλαμβάνουν κίνηση, όπως οι δραστηριότητες αυτοεξυπηρέτησης (φαγητό, ντύσιμο κ.ά.) και το παιχνίδι, και β) σε σχολικές δραστηριότητες, όπως η γραφή.
Προυπόθεση για τη διάγνωση Αναπτυξιακής Διαταραχής του Συντονισμού των Κινήσεων αποτελεί η ύπαρξη φυσιολογικής νοημοσύνης και η απουσία νευρολογικών ή άλλων διαταραχών που θα μπορούσαν να προκαλέσουν αντίστοιχα συμπτώματα.
Σύμφωνα με έρευνες η συγκεκριμένη διαταραχή παρουσιάζεται σε ποσοστό 5-6% του συνολικού σχολικού πληθυσμού, με μεγαλύτερη συχνότητα στα αγόρια απ’ ότι στα κορίτσια. Συχνά συνυπάρχει με άλλες αναπτυξιακές διαταραχές, όπως η Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής-Υπερκινητικότητα, οι Διαταραχές Λόγου/Ομιλίας και οι Μαθησιακές Δυσκολίες.
Σε γενικές γραμμές οι δυσκολίες αφορούν δεξιότητες αδρής κινητικότητας, λεπτής κινητικότητας και οπτικοκινητικής οργάνωσης/συντονισμού και επηρεάζουν τη συμμετοχή του παιδιού σε δραστηριότητες αντίστοιχες της χρονολογικής του ηλικίας. Πιο αναλυτικά, μερικά από τα συμπτώματα είναι:
Προσχολική ηλικία
· Καθυστέρηση στην επίτευξη αναπτυξιακών κινητικών ορόσημων, π.χ. περπάτημα
· Δυσκολία σε δραστηριότητες που περιλαμβάνουν τρέξιμο, πηδηματάκια, ισορροπία και παιχνίδια με μπάλα
· Δυσκολία στην εκμάθηση νέων κινητικών δραστηριοτήτων
· Η κίνηση στο χώρο είναι ασυντόνιστη, με έλλειψη ρυθμού, συχνά σκοντάφτει πάνω σε πράγματα
· Καθυστέρηση στην ανάπτυξη πλευρίωσης (πλευρικής επικράτησης)
· Αδεξιότητα σε δραστηριότητες αυτοεξυπηρέτησης (ντύσιμο, πλύσιμο κ.ά.) και στη χρήση κουταλιού/πιρουνιού κατά τη διάρκεια του φαγητού
· Δυσκολία με κατασκευαστικά παιχνίδια, όπως τα τουβλάκια και τα παζλ, αδέξια χρήση των χεριών
· Ανώριμη λαβή του μολυβιού, δυσκολία κατά το χρωμάτισμα/ζωγραφική
· Καθυστέρηση στην ομιλία (άρθρωση), παρά το καλό επίπεδο κατανόησης του λόγου
· Υπερδραστηριότητα/υπερκινητικότητα ή αντίθετα αποφυγή κινητικών δραστηριοτήτων (π.χ. στην παιδική χαρά)
Σχολική ηλικία
· Φτωχή απόδοση στη γυμναστική και γενικά σε αθλητικές δραστηριότητες (π.χ. κολύμπι)
· Αργή εκτέλεση δραστηριοτήτων με τα χέρια, όταν δεν τα βλέπει (π.χ. χτένισμα μαλλιών)
· Φτωχή εικόνα σώματος, δυσκολία στη διάκριση δεξιά/αριστερά
· Δυσκολία με δραστηριότητες γραφής (δυσανάγνωστα γράμματα, αργός ρυθμός, κακή οργάνωση στη σελίδα)
· Δυσκολία να αντιγράψει από απόσταση/από τον πίνακα
· Κακή στάση σώματος στο θρανίο
· Δυσκολία στην αντίληψη του χώρου
· Ελλιπείς σχεδιαστικές και κατασκευαστικές ικανότητες
· Μικρή διάρκεια προσοχής ή διάσπασή της
Συνέπειες
Μακροχρόνιες έρευνες δείχνουν ότι οι δυσκολίες στην κίνηση που αντιμετωπίζουν παιδιά με Αναπτυξιακή Διαταραχή του Συντονισμού των Κινήσεων σπάνια εξαλείφονται χωρίς ειδική παρέμβαση. Αντιθέτως, συνοδεύουν το παιδί σε όλο και περισσότερους τομείς της ζωής του – από το κινητικό παιχνίδι στην αυτοεξυπηρέτηση και από εκεί στις σχολικές δραστηριότητες και στις κοινωνικές σχέσεις με τους συνομήλικους. Ξεκινούν από την παιδική ηλικία και παραμένουν ακόμα και μετά την ενηλικίωση, εμποδίζοντας την αποτελεσματική συμμετοχή σε καθημερινές δραστηριότητες και επηρεάζοντας τις επιλογές του ατόμου.
Με την καθυστέρηση της διάγνωσης, και επομένως με την καθυστέρηση της θεραπευτικής παρέμβασης, από τις κινητικές αρχικά δυσκολίες συνήθως προκύπτουν και δευτερεύουσες αρνητικές επιπτώσεις στη ζωή του παιδιού. Η αποφυγή σωματικών δραστηριοτήτων (π.χ. γυμναστική, ομαδικά παιχνίδια) μπορεί να οδηγήσει το παιδί σε παχυσαρκία, ενώ ταυτόχρονα, λόγω της απόσυρσης από συγκεκριμένες δραστηριότητες να προκαλέσει δυσκολία στη δημιουργία κοινωνικών σχέσεων με συνομηλίκους.
Από τα παραπάνω είναι φανερό ότι αναπόφευκτα οι κινητικές δυσκολίες θα συνοδεύονται συχνά και από κοινωνικές και συναισθηματικές δυσκολίες (αίσθημα αποτυχίας, χαμηλή αυτοεκτίμηση).
Διαταραχή της ροής της ομιλίας
Ο τραυλισμός είναι μια διαταραχή της φυσιολογικής ροής και του ρυθμού της ομιλίας, που δεν ανταποκρίνεται στην ηλικία του παιδιού. Ο τραυλισμός εμφανίζεται συνήθως μεταξύ 2-7 ετών, σε μια ηλικία ευαίσθητη, αφού σε αυτή την ηλικία το παιδί αναπτύσσει σημαντικά το λόγο του.
Μάλιστα παρατηρείται σε περισσότερα αγόρια παρά κορίτσια (3:1). Ο τραυλισμός εκδηλώνεται σε προσχολική και σχολική ηλικία με τρία βασικά είδη συμπεριφορών: βασικές ή πρωταρχικές (core behaviors), δευτερεύουσες συμπεριφορές (secondary behaviors ), συναισθήματα και πεποιθήσεις (feelings and attitudes).
α. Βασικές/Πρωταρχικές Συμπεριφορές – Λεκτικές:
Τραυλικές (- σοβαρές): Δυσρυθμίες σε λέξεις
· Επαναλήψεις ήχων, συλλαβών (π.χ. κ-κ-κ-κότα, πα-πα-πάνω)
· Επιμηκύνσεις ήχων, που ακούγονται ή όχι (π.χ. θθθθθθέλω)
· Επαναλήψεις μονοσύλλαβων λέξεων (π.χ. και-και-και)
· Μπλοκαρίσματα (π.χ. π..όρτα)
Μη τραυλικές (-λιγότερο σοβαρές): Δυσρυθμίες ανάμεσα σε λέξεις
· Παρεμβολές (π.χ. ‘ααα.’, ‘εεε.’, ‘λοιπόν’)
· Αναθεωρήσεις (π.χ. χθες το βββ.(βράδυ) νύχτα)
· Επαναλήψεις φράσεων και πολυσύλλαβων λέξεων (π.χ. Ήθελα να πάω – να πάω).
β. Δευτερεύουσες Συμπεριφορές
· Διαφυγή (κλείσιμο ματιών, κούνημα κεφαλής, κορμού ή άκρων, εξώθηση της γλώσσας, για την ολοκλήρωση μιας λέξης ή μιας φράσης)
· Αποφυγή (αλλαγή λέξης για την αποφυγή τραυλικού επεισοδίου, χρήση περιφράσεων)
γ. Συναισθήματα και Πεποιθήσεις
· Αποτυχία
· Αμηχανία
· Φοβίες
· Απογοήτευση
· Εχθρικότητα
· Χαμηλή αυτοεκτίμηση
Συνέπειες
Αν ένα παιδί χρήζει εξατομικευμένου προγράμματος θεραπείας και δεν ενταχθεί άμεσα τότε με το πέρασμα του χρόνου και τη συνειδητοποίηση του τραυλισμού από το παιδί, μπορεί να εκδηλωθεί αποφυγή ή παραίτηση από την επιθυμία να επικοινωνήσει λεκτικά. Η προσπάθεια που κάνει το παιδί που τραυλίζει να σταματήσει ή να αποφύγει τον τραυλισμό, του προκαλεί έντονη ψυχολογική πίεση και πιθανώς μια αίσθηση ανεπάρκειας και ματαίωσης της επιθυμίας για επικοινωνία. Τα συναισθήματα που αναπτύσσονται σχετικά με τον τραυλισμό αποτελούν τα λεγόμενα εσωτερικά χαρακτηριστικά του, τα οποία αυξανόμενα με το χρόνο τον συντηρούν.
Διαταραχή λόγου και Ομιλίας
Διαταραχή λόγου και Ομιλίας. Είναι μια διαταραχή κατά την οποία εμφανίζονται δυσκολίες στην αντίληψη, επεξεργασία και οργάνωση των ήχων σε λέξεις στο φωνολογικό σύστημα της γλώσσας. Δηλαδή μια ολόκληρη ομάδα ήχων δεν έχει κατακτηθεί σωστά και συνεπώς πολλαπλοί ήχοι προφέρονται λανθασμένα, ενώ δεν θα έπρεπε σύμφωνα με τη χρονολογική ηλικία του παιδιού.
Οι δυσκολίες αυτές συχνά εμφανίζονται κατά την παιδική ηλικία και μπορεί να γίνουν μακροχρόνιες. Επίσης, μπορεί να εμφανιστούν για πρώτη φορά και αργότερα σε ενήλικες ως αποτέλεσμα εγκεφαλικού επεισοδίου, τραύματος ή ασθένειας.
Η Διαταραχή λόγου και Ομιλίας είναι πιο συχνή στα αγόρια. Περίπου το 3% των παιδιών προσχολικής ηλικίας και το 2% των παιδιών ηλικίας 6 – 7 παρουσιάζουν φωνολογική διαταραχή. Από την ηλικία των 17 ετών, μόνο το 0,5% του πληθυσμού πλήττεται. Οι εξελικτικές φωνολογικές διαταραχές μπορεί να εμφανιστούν σε συνδυασμό με άλλες διαταραχές της επικοινωνίας, όπως ο τραυλισμός, η ειδική γλωσσική διαταραχή (SLI), ή απραξία του λόγου (developmental apraxia of speech).
Συμπτώματα:
· Αποτυχία να παράγουν και να χρησιμοποιούν κατάλληλα συγκεκριμένους ήχους με αποτέλεσμα η ομιλία τους να είναι δυσκατάληπτη.
· Πτώση συλλαβών (π.χ. μπα αντί για μπάλα, νανα αντί για μπανάνα)
· Αντικαταστάσεις ήχων (π.χ. θουπα αντί για σούπα)
· Απλοποιήσεις ή απαλοιφές ήχων (π.χ. πιτι αντί για σπίτι)
· Αντιμεταθέσεις ή αντίστροφες ήχων ή συλλαβών (π.χ. παιδόποτος αντί για παιδότοπος)
Συνέπειες εάν δεν παρέμβουμε
Η έγκαιρη διάγνωση και αποκατάσταση των Διαταραχών λόγου και Ομιλίας αποτελεί σημαντικό παράγοντα για την περαιτέρω πορεία του παιδιού και την αποφυγή άλλων δυσκολιών όπως:
1. Χαμηλή αυτοεκτίμηση και προβλήματα στις διαπροσωπικές σχέσεις.
Η κακή ποιότητα ομιλίας θέτει πολλές φορές το παιδί στη δυσάρεστη κατάσταση να μη γίνεται κατανοητό από τους άλλους. Επιπλέον, οι συμμαθητές του είναι πολύ πιθανόν να κοροϊδεύουν την αδυναμία του να μιλήσει σωστά, ακόμα και να το απομονώνουν όταν δυσκολεύονται να επικοινωνήσουν μαζί του. Τέτοιου είδους εμπειρίες έχουν συνήθως αρνητικές επιπτώσεις τόσο στην εμπιστοσύνη του παιδιού στην ικανότητα επικοινωνίας του όσο και στις διαπροσωπικές του σχέσεις και στην αυτοεκτίμησή του γενικότερα.
2. Προβλήματα συμπεριφοράς
Τα παιδιά με προβλήματα στην ομιλία, λόγω της αδυναμίας τους να εκφραστούν λεκτικά και να επικοινωνήσουν αποτελεσματικά με τους άλλους, συχνά εμφανίζουν προκλητική και αντιδραστική συμπεριφορά, ακόμη και επιθετικότητα.
3. Εμφάνιση μαθησιακών δυσκολιών στο δημοτικό σχολείο
Με την είσοδο όμως του παιδιού στο δημοτικό, η φωνολογική διαταραχή αντικατοπτρίζεται και στο γραπτό λόγο, όπου το παιδί αποκωδικοποιεί τη λέξη λανθασμένα και τη γράφει όπως την προφέρει. Έτσι, συχνά εμφανίζονται μαθησιακές δυσκολίες, οι οποίες δυσχεραίνουν τη σχολική του επίδοση και απαιτούν χρόνο και εκπαίδευση για να αποκατασταθούν.
Μαθησιακές δυσκολίες
ένας γενικός όρος που αναφέρεται σε μια ανομοιογενή ομάδα διαταραχών, οι οποίες εκδηλώνονται με σημαντικές δυσκολίες στην πρόσκτηση και χρήση ικανοτήτων ακρόασης, ομιλίας, ανάγνωσης, γραφής συλλογισμού ή μαθηματικής ικανότητας.
Οι διαταραχές αυτές είναι εγγενείς στο άτομο, αποδίδονται σε δυσλειτουργία του κεντρικού νευρικού συστήματος και μπορεί να υπάρχουν σε όλη τη διάρκεια της ζωής. Προβλήματα σε συμπεριφορές αυτοελέγχου, κοινωνικής αντίληψης και κοινωνικής αλληλεπίδρασης μπορεί να συνυπάρχουν με τις Μαθησιακές Δυσκολίες, αλλά δε συνιστούν από μόνα τους τέτοιες.
Σύμφωνα με επιστημονικές έρευνες το 15-20% του μαθητικού πληθυσμού αντιμετωπίζει κάποια Μαθησιακή Δυσκολία σε έναν ή περισσότερους τομείς ή αντικείμενα μάθησης. Το DSM – IV(εργαλείο ταξινόμησης διαταραχών) αναφέρει τέσσερις κατηγορίες Μαθησιακών Διαταραχών:
1. Διαταραχή της Ανάγνωσης,
2. Διαταραχή των Μαθηματικών,
3. Διαταραχή της Γραπτής Έκφρασης,
4. Μαθησιακή Διαταραχή μη Προσδιοριζόμενη Αλλιώς
Το άτομο με δυσκολία στην ανάγνωση, τα μαθηματικά και τη γραπτή έκφραση παρουσιάζει ως παιδί χαμηλή σχολική επίδοσηστους αντίστοιχους τομείς δεξιοτήτων, ενώ ως ενήλικας είναι δυσλειτουργικός σε δραστηριότητες της καθημερινής ζωής που απαιτούν αναγνωστικές δεξιότητες, μαθηματική ικανότητα, σύνθεση γραπτών κειμένων.
Ένα άτομο με Μαθησιακές Δυσκολίες αντιμετωπίζει δυσκολίες σε μια πληθώρα πρώιμων δεξιοτήτων, όπως η αντίληψη, η γλώσσα, η μαθηματική σκέψη, η μνήμη, η προσοχή και συγκέντρωση, η μεταγνώση, η αυτορρύθμιση, τα κίνητρα, η συμπεριφορά, τον ψυχοκοινωνικό και συναισθηματικό τομέα.
Οι δεξιότητες αυτές προϋπάρχουν της ανάγνωσης, της γραπτής έκφρασης και των μαθηματικών. Όσο πιο αναπτυγμένες είναι στο άτομο τόσο λιγότερες δυσκολίες θα αντιμετωπίσει στο σχολικό περιβάλλον, και κατά συνέπεια στην καθημερινότητά του.
Πηγή: cleverclass.gr